Κείμενο
"Και εκάλεσεν ο Θεός το φως ημέραν, και το σκότος εκάλεσε νύκτα".
Νυν μεν λοιπόν μετά την ηλίου γένεσιν ημέρα εστίν, ο υπό ηλίου
πεφωτισμένος αήρ, εν τω υπέρ γην ημισφαιρίω λάμποντος, και νυξ
σκίασμα γης αποκρυπτομένου ηλίου γινόμενον.
Τότε δε ου κατά κίνησιν ηλιακήν, αλλ' αναχεομένου του πρωτογόνου
φωτός εκείνου, και πάλιν συστελλομένου κατά το ορισθέν μέτρον
παρά Θεού, ημέρα εγένετο, και νυξ αντεπήει.
"Και εγένετο εσπέρα, και εγένετο πρωί, ημέρα μία".
Εσπέρα μεν ουν εστι κοινός όρος ημέρας και νυκτός· και πρωία
ομοίως η γειτονία νυκτός προς ημέραν.
Ίνα τοίνυν τα πρεσβεία της γενέσεως αποδώ τη ημέρα, πρότερον
είπε το πέρας της ημέρας, είτα το της νυκτός, ως εφεπομένης της
νυκτός τη ημέρα. Η γαρ προ της γενέσεως του φωτός εν τω κόσμω
κατάστασις, ουχί νυξ ην, αλλά σκότος· το μέντοι αντιδιασταλέν
προς την ημέραν, τούτο νυξ ωνομάσθη· όπερ νεωτέρας και της
προσηγορίας μετά την ημέραν τετύχηκεν.
"Εγένετο (ουν) εσπέρα, και εγένετο πρωί".
Το ημερονύκτιον λέγει. Και ουκέτι προσηγόρευσεν, ημέρα και νύξ,
αλλά τω επικρατούντι την πάσαν προσηγορίαν απένειμε. Ταύτην αν
και εν πάση τη Γραφή την συνήθειαν εύροις, εν τη του χρόνου
μετρήσει ημέρας αριθμουμένας, ουχί δε και νύκτας μετά των ημερών.
"Αι ημέραι των ετών ημών", ο ψαλμωδός φησιν. Και πάλιν ο Ιακώβ·
"Αι ημέραι της ζωής μου μικραί και πονηραί". Και πάλιν, "Πάσας
τας ημέρας της ζωής μου".
Ωστε τα νυν εν ιστορίας είδει παραδοθέντα νομοθεσία εστί προς τα
εξής: "Και εγένετο εσπέρα, και εγένετο πρωί, ημέρα μία".
Τίνος ένεκεν ουκ είπε πρώτην, αλλά μίαν; (καίτοιγε ακολουθότερον
ην τον μέλλοντα επάγειν δευτέραν και τρίτην και τετάρτην ημέραν,
την κατάρχουσαν των εφεξής πρώτην προσαγορεύσαι). Αλλά μίαν
είπεν, ήτοι το μέτρον ημέρας και νυκτός περιορίζων, και
συνάπτων του ημερονυκτίου τον χρόνον, ως των εικοσιτεσσάρων ωρών
μιάς ημέρας εκπληρουσών διάστημα, συνυπακουομένης δηλονότι τη
ημέρα και της νυκτός, ώστε καν εν ταις τροπαίς του ηλίου
συμβαίνη την ετέραν αυτών υπερβάλλειν, αλλά τω γε αφωρισμένω
χρόνω εμπεριγράφεσθαι πάντως αμφοτέρων τα διαστήματα·
ως αν ει έλεγε, το των τεσσάρων και είκοσιν ωρών μέτρον, μιάς
εστιν ημέρας διάστημα·
ή, η του ουρανού από του αυτού σημείου επί το αυτό πάλιν
αποκατάστασις εν μια ημέρα γίνεται· ώστε οσάκις αν εσπέρα και
πρωία κατά την του ηλίου περιφοράν επιλαμβάνη τον κόσμον, μη εν
πλείονι χρόνω, αλλ' εν μιάς ημέρας διαστήματι την περίοδον
εκπληρούσθαι.
Ή
κυριώτερος ο εν απορρήτοις παραδιδόμενος λόγος, ως άρα ο την
του χρόνου φύσιν κατασκευάσας Θεός, μέτρα αυτώ και σημεία τα των
ημερών επέβαλε διαστήματα, και εβδομάδι αυτόν εκμετρών, αεί την
εβδομάδα εις εαυτήν ανακυκλούσθαι κελεύει, εξαριθμούσαν του
χρόνου την κίνησιν.
Την εβδομάδα δε πάλιν εκπληρούν την ημέραν μίαν, επτάκις αυτήν
εις εαυτήν αναστρέφουσαν, τούτο δε κυκλικόν εστι το σχήμα, αφ'
εαυτού άρχεσθαι, και εις εαυτό καταλήγειν. Ο δη και του αιώνος
ίδιον, εις εαυτόν αναστρέφειν, και μηδαμού περατούσθαι.
Δια τούτο την κεφαλήν του χρόνου ουχί πρώτην ημέραν, αλλά "μίαν"
ωνόμασεν· ίνα και εκ της προσηγορίας το συγγενές έχη προς τον
αιώνα. Του γαρ μοναχού ακοινωνήτου προς έτερον η τον χαρακτήρα
δεικνύουσα, οικείως και προσφυώς προσηγορεύθη "μία".
Ει δε πολλούς ημίν αιώνας παρίστησιν η Γραφή, αιώνα αιώνος, και
αιώνας αιώνων πολλαχού λέγουσα, αλλ' ουν κακεί ουχί πρώτος, ουδέ
δεύτερος, ουδέ τρίτος ημίν αιών απηρίθμηται· ώστε μάλλον
καταστάσεων ημίν και πραγμάτων ποικίλων διαφοράς, αλλ' ουχί
περιγραφάς και πέρατα και διαδοχάς αιώνων εκ τούτου δείκνυσθαι.
"Ημέρα" γαρ "Κυρίου", φησί, "μεγάλη και επιφανής". Και πάλιν, "Ινα
τι υμίν ζητείν την ημέραν του Κυρίου; Και αύτη εστί σκότος και
ου φως". Σκότος δε, δηλονότι τοις αξίοις του σκότους. Επεί
ανέσπερον και αδιάδοχον και ατελεύτητον την ημέραν εκείνην οίδεν
ο λόγος, ην και ογδόην ο ψαλμωδός προσηγόρευσε, δια το έξω
κείσθαι του εβδοματικού τούτου χρόνου.
Ώστε καν ημέραν είπης, καν αιώνα, την αυτήν ερείς έννοιαν. Είτε
ουν ημέρα η κατάστασις εκείνη λέγοιτο, μία εστί και ου πολλαί·
είτε αιών προσαγορεύοιτο, μοναχός αν είη και ου πολλοστός. Ινα
ουν προς την μέλλουσαν ζωήν την έννοιαν απαγάγη, μίαν ωνόμασε
του αιώνος την εικόνα, την απαρχήν των ημερών, την ομήλικα του
φωτός, την αγίαν κυριακήν, την τη αναστάσει του Κυρίου
τετιμημένην.
Εγένετο ουν εσπέρα, φησί, και εγένετο πρωί, ημέρα μία.
Αλλά γαρ και οι περί της εσπέρας εκείνης λόγοι υπό της παρούσης
εσπέρας καταληφθέντες, ενταύθα ημίν τον λόγον ορίζουσιν.
Ο δε Πατήρ του αληθινού φωτός, ο την ημέραν κοσμήσας τω ουρανίω
φωτί, ο την νύκτα φαιδρύνας ταις αυγαίς του πυρός, ο του
μέλλοντος αιώνος την ανάπαυσιν ευτρεπίσας τω νοερώ και απαύστω
φωτί, φωτίσειεν υμών τας καρδίας εν επιγνώσει της αληθείας, και
απρόσκοπον υμών διατηρήσειε την ζωήν, παρεχόμενος ημίν, ως εν
ημέρα ευσχημόνως περιπατείν, ίνα εκλάμψητε, ως ο ήλιος εν τη
λαμπρότητι των αγίων, εις καύχημα εμοί, εις ημέραν Χριστού, ω η
δόξα και το κράτος εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν |
|
Μετάφραση
«Και κάλεσε ο Θεός το φως ημέρα, και το σκότος το κάλεσε νύχτα».
Τώρα μεν λοιπόν, μετά τη δημιουργία του ηλίου, ημέρα είναι ο
φωτισμένος από τον ήλιο αέρας, που λάμπει στο ημισφαίριο που
βρίσκεται πάνω από τη γη, και νύχτα η σκίαση που γίνεται στη γη
καθώς αποκρύπτεται ο ήλιος.
Τότε όμως γινόταν ημέρα, όχι κατά ηλιακή κίνηση, αλλά καθώς
αναχυνόταν εκείνο το πρωτόγονο φως· και πάλι συστελλόταν κατά το
μέτρο που ορίσθηκε από τον Θεό, και ακολουθούσε νύχτα.
"Και έγινε εσπέρα, και έγινε πρωί, ημέρα μία".
Βράδυ λοιπόν είναι μεν κοινό όριο μεταξύ ημέρας και νύχτας· και
ομοίως πρωί είναι η προσέγγιση νύχτας προς ημέρα.
Για να αποδώσει την προτεραιότητα τής γενέσεως στην ημέρα,
ενωρίτερα ανέφερε το τέλος τής ημέρας, έπειτα τής νύχτας, σαν να
ακολουθεί η νύχτα τη μέρα· επειδή η κατάσταση στον κόσμο πριν
από τη γένεση τού φωτός, δεν ήταν νύχτα αλλά σκοτάδι· αυτό που
ονομάσθηκε νύχτα ήταν το αντίθετο της ημέρας, το οποίο αργότερα
απέκτησε και το όνομά του, μετά την ημέρα.
"Έγινε (λοιπόν) εσπέρα και έγινε πρωί".
Το ημερονύκτιο λέει. Και πάλι δεν προσφώνησε ημέρα και νύχτα,
αλλά απένειμε την όλη προσφώνηση στο επικρατέστερο. Αυτή τη
συνήθεια που θα βρεις και σε όλη τη Γραφή, κατά τη μέτρηση τού
χρόνου να αριθμούνται ημέρες, αλλά όχι και νύχτες μαζί με τις
ημέρες.
"Οι ημέρες τών ετών μας", λέει ο Ψαλμωδός. Και πάλι ο Ιακώβ: "Οι
ημέρες τής ζωής μου μικρές και πονηρές". Και πάλι: "Όλες τις
ημέρες τής ζωής μου".
Έτσι, αυτά που τώρα παραδόθηκαν με τη μορφή Ιστορίας, είναι
νομοθεσία προς τα εξής: "Και έγινε εσπέρα, και έγινε πρωί, ημέρα
μία".
Για ποιό λόγο δεν είπε "πρώτη" αλλά "μία"; (αν και πιο ταιριαστό
ήταν αυτός που στη συνέχεια θα μιλούσε για δεύτερη και τρίτη και
τέταρτη μέρα, να προσφωνούσε "πρώτη" την αρχική τών μετέπειτα).
Αλλά είπε "μία" περιορίζοντας έτσι τον προσδιορισμό του μέτρου
της ημέρας και της νύχτας, και συνάπτοντας τον χρόνο τού
ημερονυκτίου, σαν οι εικοσιτέσσερις ώρες να συμπληρώνουν το
διάστημα μιας ημέρας, συμπεριλαμβανομένης εννοείται στην ημέρα
και τής νύχτας· έτσι ώστε ακόμα και αν συμβαίνει κατά τις
ταλαντώσεις τού ηλίου η μία να είναι μεγαλύτερη από την άλλη, ο
περιγραφόμενος χρόνος να συμπεριλαμβάνει τα διαστήματα και τών
δύο.
Σαν ακόμα να έλεγε ότι είκοσι τέσσερις ώρες μετρούν το διάστημα
μίας ημέρας·
ή ότι, η ουράνια περίοδος από το ίδιο σημείο ως την αποκατάστασή
της πάλι στο ίδιο σημείο, γίνεται σε μία ημέρα· ώστε όποτε
επικρατεί στον κόσμο εσπέρα και πρωί, κατά την περιφορά τού
ηλίου, η περίοδος αυτή επιτυγχάνεται εντός του διαστήματος μίας
ημέρας· ποτέ παραπάνω.
Ή, κυριότερος είναι ο μυστικά παραδιδόμενος λόγος, κατά τον
οποίο, ο Θεός που κατασκεύασε τη φύση τού χρόνου, επέβαλε σε
αυτόν ως μέτρα και σημεία τα διαστήματα τών ημερών, και
μετρώντας τον με εβδομάδα, διατάσσει την εβδομάδα να
ανακυκλώνεται παντοτεινά προς τον εαυτό της, μετρώντας την
κίνηση τού χρόνου.
Επιπλέον, η εβδομάδα σχηματίζεται αναστρέφοντας την "μία ημέρα"
επτά φορές γύρω από τον εαυτό της και αυτό το σχήμα είναι
κυκλικό· αρχίζει από τον εαυτό του και καταλήγει στον εαυτό του.
Το οποίο είναι και ιδίωμα τού αιώνος, να περιστρέφεται γύρω από
τον εαυτό του και να μην καταλήγει πουθενά.
Γι' αυτό την κεφαλή τού χρόνου, όχι πρώτη ημέρα, αλλά "μία" την
ονόμασε· έτσι ώστε και από την προσηγορία να συγγενεύει με τον
αιώνα. Επειδή με οικείο και φυσικό τρόπο κατονομάσθηκε "μία",
εκείνη που δείχνει χαρακτήρα μοναδικό και ακοινώνητο από αυτόν
τών άλλων.
Αν και η Γραφή μας παρουσιάζει πολλούς αιώνες, λέγοντας «αιώνα
αιώνος» και «αιώνες αιώνων» πολλές φορές, ωστόσο κι εκεί, δεν
απαριθμείται ούτε πρώτος, ούτε δεύτερος, ούτε τρίτος αιώνας·
έτσι ώστε απ' αυτό μας φανερώνονται μάλλον καταστάσεις και
διαφορές ποικίλων πραγμάτων, αλλά όχι περιγραφές και όρια και
διαδοχές αιώνων.
Επειδή λέει: «Η ημέρα τού Κυρίου είναι μεγάλη και επιφανής» (Ιωήλ
2/β:11). Και πάλι: "Γιατί ζητάτε την ημέρα τού Κυρίου; Και αυτή
είναι σκοτάδι και όχι φως" (Αμώς 5/ε: 18). Σκοτάδι δηλαδή για
τους αξίους τού σκότους. Επειδή εκείνη την ημέρα ο λόγος τη
γνωρίζει ανέσπερη και αδιάδοχη και ατελεύτητη· την οποία ο
Ψαλμωδός την κατονόμασε και "ογδόη", επειδή βρίσκεται έξω από
αυτόν τον εβδομαδιαίο χρόνο.
Ώστε είτε την πεις ημέρα, είτε αιώνα, εκφράζεις την ίδια έννοια.
Είτε λοιπόν λεγόταν ημέρα εκείνη η κατάσταση, είναι μία και όχι
πολλές· είτε αιώνας ονομαζόταν, θα ήταν μοναδικός και όχι
πολλοστός. Έτσι λοιπόν, για να οδηγήσει την έννοια προς τη
μέλλουσα ζωή, ονόμασε "μία" την εικόνα τού αιώνος, την απαρχή
τών ημερών, την συνομήλικη τού φωτός, την αγία Κυριακή, την
τιμημένη με την Ανάσταση τού Κυρίου.
Έγινε λοιπόν εσπέρα, λέει, και έγινε πρωί, ημέρα μία.
Αλλά επειδή οι λόγοι για εκείνη την εσπέρα, καταλήφθηκαν από την
παρούσα εσπέρα, βάζουν όριο εδώ στο λόγο μας.
Ο δε Πατέρας τού αληθινού φωτός, Αυτός που κόσμησε την ημέρα με
το ουράνιο φως, που έκανε πρόσχαρη τη νύχτα με τις αυγές τής
φωτιάς, που τακτοποίησε την ανάπαυση τού Μέλλοντος Αιώνος με το
νοερό και άπαυστο φως, ας φωτίσει τις καρδιές σας σε επίγνωση
τής αληθείας, και ας διατηρήσει τη ζωή σας χωρίς εμπόδια,
δίνοντάς μας να περπατούμε με ευπρέπεια, σαν σε ημέρα, έτσι ώστε
να λάμψετε σαν τον ήλιο, μέσα στη λαμπρότητα τών αγίων, για δικό
μου καύχημα, στην ημέρα τού Χριστού, στον Οποίο ανήκει η δόξα
και το κράτος στους αιώνες τών αιώνων. Αμήν! |