Η έννοια της πτώσης και οι Πατέρες Εξελικτική Δημιουργία |
|||||
Κεντρική Σελίδα | Περιεχόμενα: | Θεολογία | |||
Όλα αυτά που λέγονται για τον Αδάμ, συνέβαιναν σε έναν περιορισμένο χώρο του Παραδείσου. Δεν επεκτείνονταν σε όλο τον πλανήτη, όπως νόμιζαν οι άγιοι Πατέρες, οι οποίοι δεν γνώριζαν από Παλαιοντολογία και Αρχαιολογία Όλα αυτά που λέγονται για τον Αδάμ, συνέβαιναν σε έναν περιορισμένο χώρο του Παραδείσου. Δεν επεκτείνονταν σε όλο τον πλανήτη, όπως νόμιζαν οι άγιοι Πατέρες, οι οποίοι δεν γνώριζαν από Παλαιοντολογία και Αρχαιολογία. Οι άνθρωποι εκείνοι, με βάση τις επιστημονικές γνώσεις της εποχής τους, έκαναν επέκταση του ζητήματος, νομίζοντας ότι ο Παράδεισος κάλυπτε όλη τη γη. Αλλά στην πραγματικότητα, ο Παράδεισος ήταν μια νησίδα αφθαρσίας σε έναν πλανήτη φθοράς. Από εκεί θα ξεκινούσε η αφθαρσία να καλύψει όλη τη γη. Και σε αυτό απέτυχε ο Αδάμ, και γι’ αυτό μιλάμε σήμερα για την πτώση και το προπατορικό αμάρτημα. Οι πατέρες όμως, είναι ασφαλείς οδηγοί σε ΔΟΓΜΑΤΙΚΑ θέματα σωτηρίας, και όχι σε θέματα επιστήμης. Όλα όσα λένε, ισχύουν, αλλά ξεκινώντας από περιορισμένο τόπο και χρόνο, και όχι παντού και από την αρχή όπως νόμιζαν, μη γνωρίζοντας ότι υπήρχαν και άλλοι άνθρωποι. Οι πατέρες μιλούν «από Αδάμ». Και βεβαίως ο Αδάμ αν και μεταγενέστερος άλλων, ήταν η υποστατική αρχή της ανθρωπότητας όπως σωστά είπαν. Όχι όμως και βιολογική, όπως νόμισαν. Ο Αδάμ και η Εύα είχαν την ευκαιρία να φέρουν τον Χριστό στον κόσμο 5.500 χρόνια ενωρίτερα απ’ ό,τι ήρθε τελικά. Και από εκεί θα εξαπλωνόταν η σωτηρία στον κόσμο. Με άλλα λόγια, με την πτώση τους, έφεραν την αμαρτία και τον θάνατο, όχι ως ξεκίνημα, αλλά ως ΔΙΑΤΗΡΗΣΗ της κατάστασης που επικρατούσε ΕΞΩ από τον Παράδεισο, και που στον Παράδεισο είχε ήδη αρχίσει να αλλάζει προς την αφθαρσία. Το να έχεις λοιπόν μια πορεία προς την αφθαρσία, με ευκαιρίες και περιθώρια επέκτασης, και να τη χάσεις, ισοδυναμεί με το να είσαι αίτιος για την έλευση του θανάτου και της φθοράς στους απογόνους σου. Οι άγιοι Πατέρες, εφόσον νόμιζαν ότι ο Αδάμ και η Εύα ήταν εκτός από πνευματικοί μας γονείς και βιολογικά οι πρώτοι, επέκτειναν το θέμα σε όλο τον πλανήτη. Νομίζοντας ότι ο Αδάμ και η Εύα ήταν οι πρώτοι άνθρωποι, και νομίζοντας (οι περισσότεροι, όχι όλοι), ότι οι 6 δημιουργικές ημέρες ήταν 24άωρες, προσπάθησαν έτσι να εξηγήσουν τη φθορά και τον θάνατο στην κτίση. Με το σκεπτικό, ότι ο Θεός δεν θα μπορούσε ποτέ να έχει φτιάξει τη φθορά και τον θάνατο στην κτίση. Είπαν λοιπόν, ότι η φθορά και ο θάνατος, ήρθε για πρώτη φορά στην κτίση, ΜΕΤΑ από την πτώση του Αδάμ. Βεβαίως σήμερα ξέρουμε ότι άνθρωποι και ζώα, πέθαιναν χιλιάδες χρόνια πριν από τον Αδάμ που έζησε το 5.500 π.Χ. Στο σημείο αυτό όμως οι Πατέρες αυτοσχεδίασαν, για να καλύψουν αυτό το φαινομενικό κενό. Το οποίο έχει αλλού την απάντησή του, και όχι σε αυτή τη σκέψη. Γιατί οι ίδιοι οι Πατέρες, εξηγούν ότι το κακό είναι «μη ον», ως στέρηση του καλού. Συνεπώς, και η φθορά, και ο θάνατος, ως «κακά», είναι ελλείψεις καλού. Ελλείψεις αφθαρσίας και αθανασίας. Γιατί μέτρο πάντων για τους πιστούς είναι ο Θεός, και όχι ο άνθρωπος. Και με το μέτρο του Θεού, που είναι το απόλυτο καλό, που είναι η Αφθαρσία και η Αθανασία, η φθορά και ο θάνατος είναι κακά, ως στέρηση του απόλυτου καλού. Με άλλα λόγια, το να ζούμε στη φθορά και να πεθαίνουμε μετά από μια ζωή δεκαετιών, στην πραγματικότητα δεν είναι κακό, αλλά είναι ΜΕΡΙΚΟ ΚΑΛΟ. Γιατί θα μπορούσαμε να μη ζούμε καθόλου! Η φθορά και ο θάνατος, είναι το «καλά λίαν» που γράφει η Γένεση ότι έφτιαξε ο Θεός τον άνθρωπο και την κτίση. Δεν τα έφτιαξε όμως ΑΡΙΣΤΑ. Το άριστα δίνεται μόνο στον μέλλοντα αιώνα. Αλλά το «καλά λίαν» στερείται του τελείου. Και όπως γράφουν αλλού οι πατέρες, η στέρηση του καλού, (του τελείου), είναι κακό. Εκεί είναι η πραγματική λύση, όπως το έχει ξεκαθαρίσει ο σεβ. Ιωάννης Περγάμου (Ζηζιούλας). Στο βιβλίο του: «Η Κτίση ως Ευχαριστία», ξεκαθαρίζει, ότι ΟΛΑ ΤΑ ΚΤΙΣΜΑΤΑ, ως κτίσματα, βρίσκονται μέσα στον χωροχρόνο. Και ως υποκείμενα στον χρόνο, έχουν ένα τέλος, γιατί και ο ίδιος ο χωροχρόνος έχει πέρας. Αυτό σημαίνει, ότι ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΕΙΝΑΙ ΕΓΓΕΝΗΣ ΙΔΙΟΤΗΤΑ ΟΛΩΝ ΤΩΝ ΚΤΙΣΜΑΤΩΝ. Και μόνο με τη Χάρη του Θεού μπορούν να διατηρηθούν περισσότερο, και όχι αυτοδύναμα. Αυτό δηλαδή που τελικά συμβαίνει. Χρειάζεται η Δεύτερη Παρουσία για να γίνει η αφθαρτοποίηση της κτίσης, και το «καλά λίαν» να γίνει «τέλειο», δίνοντας επέκταση της ζωής. Το να ρωτάει λοιπόν κάποιος: «πώς είναι δυνατόν ο Θεός να έφτιαξε τον Θάνατο και τη φθορά», δεν έχει νόημα στην πραγματικότητα, γιατί είναι σαν να ρωτάει: «πώς έφτιαξε ο τεχνίτης την καρέκλα να είναι καρέκλα». Κάθε κτίσμα έχει αρχή, και «παν το αρξάμενον και τελευτά κατά φύσιν», όπως συμφωνούν Πατέρες και Φιλόσοφοι. Το ότι οι άνθρωποι πριν από τον Αδάμ πέθαιναν, δεν κάνει τον Θεό ένοχο προς αυτό. Οι άνθρωποι εκείνοι, κληρονόμησαν τη φθορά και τον θάνατο από τη Φυσική Επιλογή, μέσω της οποίας εξελίχθηκαν. Ο θάνατος είναι αναγκαίο μέρος της φυσικής επιλογής, (όπως είναι επίσης εγγενές χαρακτηριστικό κάθε κτιστού). Άρα, η λειτουργία του θανάτου στη φυσική επιλογή, ήταν αρχικά αναγκαία ως προς τα ζώα. Και να θυμίσουμε, ότι η λέξη: «θάνατος» στην Αγία Γραφή, αναφέρεται ΜΟΝΟ στους ανθρώπους. Τα ζώα μας λέει η Αγία Γραφή, είναι «γεγεννημένα δι’ άλλωσιν και φθοράν» (Β΄ Πέτρου 2: 12). Οι πρώτοι άνθρωποι λοιπόν, οι προ-Αδαμιαίοι, εφόσον εξελίχθηκαν από τα ζώα, με την επενέργεια του Αγίου Πνεύματος (που επενέβαινε στην εξέλιξη και διαμόρφωνε τον άνθρωπο δι’ αυτής), κληρονόμησαν και τον θάνατο, ως συστατικό της κτιστής βιολογικής τους φύσεως. Αλλά βεβαίως η ψυχή τους παρέμενε, όπως κάθε ανθρώπου, κατά χάριν (και όχι κατά φύσιν). Και περίμενε τον καιρό που ο Χριστός θα έφερνε την αθανασία και την ανάσταση και τη ζωή σε τέλειο βαθμό, και όχι μόνο «καλά λίαν». Και αυτή ήταν αρχικά η αποστολή των Πρωτοπλάστων. Το εδάφιο της Αγίας Γραφής που λέει: «Ο Θεός θάνατον ουκ εποίησεν» (Σοφ. Σολομώντος 1: 13), δεν αναφέρεται στον θάνατο που κληρονομήθηκε από την εξελικτική διαδικασία, και που ούτως ή άλλως ήταν εγγενές χαρακτηριστκό όλων των κτισμάτων. Αναφέρεται σε κάτι άλλο. Γιατί άλλο είναι να «ποιεί ο Θεός θάνατο» ενεργά και εκουσίως, και άλλο είναι «να ανέχεται» προσωρινά τον θάνατο για κάποιους λόγους. Άλλο είναι δηλαδή η ΑΜΕΣΗ επενέργεια του Θεού για να επιφέρει θάνατο, και άλλο είναι να τον ανέχεται ΕΜΜΕΣΑ στην κτίση, ως μηχανισμό φυσικής επιλογής, και ως ενσωματωμένη ιδιότητα ΚΑΘΕ κτίσματος. Άλλο ήταν η καταστροφή που έφερε ο Θεός στα Σόδομα, και άλλο είναι να πεθάνει κάποιος πέφτοντας από την ταράτσα του, ή από καρκίνο. Με άλλα λόγια, ο θάνατος δεν υπάρχει επειδή ο Θεός ΘΕΛΕΙ να υπάρχει. Απλώς τον ανέχεται. Βάσει ΑΝΟΧΗΣ του Θεού, ο θάνατος επέρχεται από διάφορες ΦΥΣΙΚΕΣ αιτίες, από την επενέργεια δηλαδή φυσικών νόμων. Όχι άμεσα κατ’ εντολήν του Θεού. Ας το δούμε διαφορετικά, για να γίνει ευκολότερα αντιληπτό. Λέει ο Χριστός: «ούτε ένα σπουργίτι δεν πέφτει χωρίς το θέλημα του Πατρός μου» (Ματθαίος 10: 29). Άρα, κάθε σπουργίτι που πέφτει, και κάθε άνθρωπος που πεθαίνει (πολύ περισσότερο), πεθαίνει επειδή είναι θέλημα Θεού!!! Φταίει λοιπόν ο Θεός για κάθε θάνατο ανθρώπου, ή για κάθε πτώση πουλιού; Κατανοητό είναι εδώ, ότι τα λόγια του Θεού, περιγράφουν ΤΗΝ ΑΝΟΧΗ του Θεού, και όχι την ΕΝΟΧΗ Του. Δεν λέει εδώ ο Χριστός, ότι ο Θεός σκοτώνει κάθε τι που πεθαίνει. Λέει, ότι ο Θεός ΤΟ ΕΠΙΤΡΕΠΕΙ για κάποιους λόγους. Ομοίως και το χωρίο: «ο Θεός θάνατον ουκ εποίησεν», σημαίνει ότι ο Θεός ΔΕΝ ΕΙΧΕ ΣΤΟ ΣΚΟΠΟ ΤΟΥ τον θάνατο, ως κάτι καλό και μόνιμο. Απλώς τον ανέχθηκε, για κάποιους λόγους. Γι’ αυτό το ίδιο εκείνο εδάφιο συνεχίζει λέγοντας: «ούτε χαίρεται με την απώλεια ζωντανών» (Σοφ. Σολομώντος 1: 14). Δείχνοντας ότι εννοεί την ηθική αυτουργία. Δεν ήταν δηλαδή ο Θεός ηθικός αυτουργός του θανάτου. Γιατί ο θάνατος είναι αφ’ ενός χαρακτηριστικό κάθε κτίσματος, αφ’ ετέρου ο Θεός έχει φροντίσει για την ανάσταση!!! Και των προαδαμιαίων. Γιατί κι εκείνοι άνθρωποι «κατ’ εικόνα Θεού» ήταν πλασμένοι. Αλλά όχι και καθ’ ομοίωσιν. Αν θεωρήσουμε τον Θεό ως ηθικό αυτουργό του θανάτου, επειδή επέτρεψε να κληρονομηθεί ο θάνατος στους ανθρώπους, πρέπει να τον κατηγορήσουμε και για κάθε σπουργίτι που πέφτει, και για κάθε άνθρωπο που πεθαίνει! Με τα παραπάνω, καλύπτονται ΟΛΑ τα κενά. Το να αναπροσαρμόσουμε κάποια επί μέρους σημεία των Πατέρων, που στηρίχθηκαν σε εσφαλμένα ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΑ δεδομένα, δεν καταρρίπτει την ίδια τη Θεολογία. Απλώς διορθώνει επί μέρους σφάλματα αγίων Πατέρων του παρελθόντος, που ΔΕΝ έχουν σωτηριολογικές επιπτώσεις. Γιατί ούτε η σωτηρία δια Ιησού Χριστού θίγεται, ούτε η καλοσύνη του Θεού και η σοφία Του. |