Η διαμόρφωση των φωστήρων στη Γένεση

Εξελικτική Δημιουργία
Κεντρική Σελίδα   Αγία Γραφή

Άλλο δημιουργία εκ του μηδενός, και άλλο διαμόρφωση

Ένα πολύ παράξενο θέμα, για όσους δεν κατανοούν τι διαβάζουν, και για όσους ερμηνεύουν κακοπροαίρετα την Αγία Γραφή, είναι το θέμα  της δημιουργίας των φωστήρων. Μερικοί μπερδεύονται (ή θέλουν να μπερδεύονται) από την αναφορά της δημιουργίας φωστήρων κατά την 4η Δημιουργική ημέρα, ενώ το φως αναφέρεται ήδη από την 1η δημιουργική ημέρα. Και το ενδιαφέρον της υπόθεσης, είναι ότι το θέμα έχει απαντηθεί επαρκώς, πολλούς αιώνες πριν, ήδη από την εποχή του αγ. Βασιλείου!

.

Φαινομενικές αντιφάσεις

Διαβάζοντας κάποιος πρόχειρα το πρώτο κεφάλαιο της Γενέσεως, ίσως να παραξενευτεί, βλέποντας να δημιουργεί ο Θεός το φως κατά την Πρώτη Δημιουργική ημέρα, τα φυτά (που ζουν από το φως) στην Τρίτη δημιουργική ημέρα, αλλά τον Ήλιο που παράγει αυτό το φως, κατά την 4η Δημιουργική ημέρα! Εύλογα λοιπόν, ένας πρόχειρος αναγνώστης, μπορεί να αναρωτηθεί τα εξής:

1. Με δεδομένο το ότι έχουμε ήδη αναφέρει σε άλλο άρθρο μας, ότι η δημιουργία ουρανού και γης αναφέρεται ΕΙΔΙΚΑ στη διαμόρφωση της γης και του περιβάλλοντός της, πώς είναι δυνατόν να δημιουργήθηκε το φως κατά την 1η Δημιουργική ημέρα, εφ' όσον ΗΔΗ υπήρχε ο ουρανός;

2. Εάν το φως φτιάχνεται στην Πρώτη Δημιουργική ημέρα, πώς ο Ήλιος η σελήνη και τα άστρα, φτιάχνονται στην Τέταρτη;

3. Πώς τα φυτά που ζουν από τη φωτοσύνθεση, πλάσθηκαν στην 3η Δημιουργική ημέρα, ενώ ο Ήλιος στην 4η;

Ερωτήματα παράξενα για κάποιον που δεν έχει (ή δεν θέλει) να εμβαθύνει στην Αγία Γραφή, ή που θέλει να βλέπει παντού αντιφάσεις. Όπως όμως θα δούμε στο άρθρο αυτό, υπάρχει για όλα απάντηση!

 

Η οπτική της αφήγησης

Είναι κατ' αρχήν χρήσιμο να παρατηρήσουμε ότι τα όσα αναφέρονται στο βιβλίο της Γένεσης, δεν έχουν σκοπό να αποτελέσουν έναν επιστημονικό οδηγό για το πώς δημιουργήθηκαν τα πάντα.  Η Γένεση, έχει σκοπό να δώσει μία αμυδρή ιδέα για τη δημιουργία του Θεού.  Ακόμα, είναι σαφές, ότι τα όσα αναφέρονται, απευθύνονται και προς ανθρώπους που έζησαν πριν από χιλιάδες χρόνια και δεν γνώριζαν τίποτα για τις σημερινές προόδους της επιστήμης.  Είναι λοιπόν γραμμένο απλά και με σημείο αναφοράς τον επίγειο παρατηρητή της εποχής εκείνης.  Ακόμα, φαίνεται ότι δεν τηρείται αυστηρή χρονολογική σειρά, αλλά ομαδοποιούνται τα γεγονότα.  Παρ’ όλα αυτά, είναι εκπληκτική η επιστημονική ακρίβεια, για πράγματα που ο Μωυσής δε θα μπορούσε να γνωρίζει, αν δεν του τα αποκάλυπτε ο ίδιος ο Δημιουργός.

Η προοπτική του Μωυσή, είναι η προοπτική κάποιου που βρισκόταν τη στιγμή της δημιουργίας, στο χώρο μεταξύ των συννέφων και της επιφανείας της θάλασσας, εφ' όσον αναφέρει ότι δεν είχε δημιουργηθεί ακόμα η ξηρά.  Προφανώς ο Μωυσής εφέρετο από το Άγιο Πνεύμα στην παρατήρηση της δημιουργίας.

Ας μην ξεχνάμε όμως και το εξής: Η Γένεση, ΔΕΝ γράφτηκε μόνο για τους ανθρώπους του δικού μας αιώνα. Γράφτηκε αρχικά για έναν αρχαίο λαό, που έζησε στην Αίγυπτο. Έναν λαό διαποτισμένο από τις Αιγυπτιακές παραδόσεις και εκφράσεις, και από τις Μεσοποτάμιες παραδόσεις, που επιβίωναν σε αυτούς, από τον καιρό των  Μεσοποτάμιων προπατόρων τους. Έπρεπε λοιπόν, τα όσα θα παραλάβει ο λαός αυτός από τον Μωυσή, να είναι ΠΡΟΣΙΤΑ ΚΑΙ ΕΥΛΗΠΤΑ από το γνωσιακό υπόβαθρο της εποχής τους, και ιδιαίτερα της γεωγραφικής εκείνης περιοχής, και των τοπικών παραδόσεων. Θα έπρεπε δηλαδή, ο Μωυσής, να τους παρουσιάσει την αποκάλυψη που έλαβε από τον Θεό, με τρόπο που θα μπορούσαν να την αποδεχθούν, με τρόπο που δεν θα τους ξένιζε από τις τοπικές τους παραδόσεις και εμπειρίες. Θα έπρεπε η αποκάλυψη αυτή να παρουσιαστεί αναλλοίωτη και ορθή όπως παραλήφθηκε, και παράλληλα να μην "ξενίζει" τους άμεσους εκείνους παραλήπτες της. Και έτσι διατυπώθηκε η Γένεση όπως διατυπώθηκε.

Ο Μωυσής λοιπόν, καθώς τους μιλούσε για την ανάδυση της ξηράς μέσα από τα ύδατα, τους θύμισε της παραδόσεις τους για την ανάδυση της Μεσοποταμίας μέσα από τον Περσικό κόλπο. Τους μιλάει για τη δημιουργία του φωτός ξεχωριστά από την εμφάνιση του ηλιακού δίσκου, όπως πιθανότατα είχαν διδαχθεί από τους Αιγυπτιακούς μύθους. Τους παρουσιάζει λοιπόν στιγμιότυπα της αποκάλυψης του Θεού, χωρίς απαραίτητα αυτοί να κατανοούν τι ακριβώς είδε ο Μωυσής, χωρίς όμως να θυσιάζει την αποκαλυπτική ακρίβεια της περιγραφής του, χάριν αυτής της αφηγηματικής τακτικής. Τους περιγράφει τα γεγονότα με την ίδια σειρά που γνώριζαν από τους Αιγυπτιακούς μύθους, μόνο που εδώ τους δίνει ΑΛΗΘΙΝΕΣ περιγραφές, πραγμάτων που είδε, και που δεν ήταν σε θέση ούτε αυτοί να καταλάβουν, ούτε ο Μωυσής να τους εξηγήσει εκτενέστερα. Τους αναφέρει με τη σειρά που γνώριζαν τον ουρανό, τη γη, το φως, τη βλάστηση, τον ηλιακό δίσκο... Κατά τον ίδιο τρόπο, καθώς τους μιλάει στην 5η μέρα για τα πτηνά "εκ των υδάτων", τους δίνει γνώριμες εικόνες από τα υδρόβια πτηνά που έβλεπαν να σηκώνονται και να πετούν στις υδάτινες εκτάσεις της Αιγύπτου. Και όταν τους μιλούσε για τα "κήτη", τους θυμίζει τους κροκοδείλους που έβλεπαν να κολυμπούν στον Νείλο...

Ο Μωυσής, ως πρίγκιπας της Αιγύπτου, γνώριζε όλες αυτές τις Αιγυπτιακές παραδόσεις. Παράλληλα,  γνώριζε και τις Εβραϊκές Μεσοποτάμιες παραδόσεις του λαού προέλευσής του. Έτσι, πρέπει να έχουμε υπ' όψιν μας, ότι καθώς καταγράφει την εμπειρία αυτή της αποκάλυψης που του έδωσε ο Θεός, δείχνει ιδιαίτερη φροντίδα Χάριτι Θεού, να τα καταγράψει με τρόπο και σειρά που να τα αποδεχθεί ο λαός του, και παράλληλα να απηχούν την πραγματικότητα της Θείας Αποκάλυψης που παρέλαβε.

Έχοντας υπ' όψιν τα παραπάνω, γίνεται κατανοητή η σειρά, η επιλογή των στιγμιοτύπων που μας δίνει ο Μωυσής, αλλά και οι γλωσσικές εκφράσεις που χρησιμοποιεί, με  τις οποίες να μπορεί να διατυπώσει μια ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΗ ΑΛΗΘΕΙΑ, με όρους και περιγραφές οικείες στον Αιγυπτοθρεμένο Εβραϊκό λαό.

Τελικά, ένα από τα πλέον εντυπωσιακά χαρακτηριστικά της Γενέσεως, είναι ότι μπορεί να διαβαστεί ικανοποιητικά και από έναν άνθρωπο του 1500 π.Χ., και από έναν άνθρωπο του 2000 μ.Χ., (3.500 χρόνια αργότερα), με την ίδια αξιοπιστία, και να  τους ικανοποιήσει και τους δύο! Γιατί έδινε στον αρχαίο και απλό πιστό μια ικανοποιητική απάντηση για τη δημιουργία, σύμφωνη και προσιτή στις εμπειρίες του, αλλά παράλληλα, δίνει στον σημερινό άνθρωπο μια ΛΕΠΤΟΜΕΡΗ και εντυπωσιακή περιγραφή στιγμών της δημιουργίας, που μόνο με τις δυνατότητες της σημερινής επιστήμης μπορεί να κατανοηθεί σε τόσο βάθος, και σε ακόμα περισσότερο ίσως, από τις μελλοντικές επιστημονικότερες γενιές.

 

Η δημιουργία του φωτός και η διαμόρφωση των φωστήρων

Το ξεκίνημα της Γένεσης (1/α΄ 2 - 5) κάνει λόγο για μια εποχή τόσο πίσω, όπου η ξηρά ήταν καλυμμένη από νερό κι επικρατούσε σκοτάδι.  Το ότι δεν υπήρχε φως, δεν σημαίνει ότι δεν υπήρχε ήλιος, αλλά ότι το φως του δεν έφτανε στην επιφάνεια τού πλανήτη, ίσως από μία γεμάτη με υδρατμούς ατμόσφαιρα, ή πυκνή σαν τής Αφροδίτης. ΄Ετσι, αφού πρώτα ο Θεός καθαρίζει τους υδρατμούς από την ατμόσφαιρα, ξεπροβάλλει και η ξηρά μέσα από το νερό.  Στο βιβλίο "Οι 6 αυγές" του Αλέξανδρου Καλόμοιρου, που ασχολείται με τη Γένεση, (στη σελ. 29 - 35), υπάρχει το εξής διαφωτιστικό για το θέμα μας κείμενο:

"Είναι φανερό από το δεύτερο εδάφιο της Γενέσεως (α΄ 2) ότι η γη ήταν σκεπασμένη από ένα παχύ στρώμα εξαερωμένου νερού, τόσο παχύ που να μην επιτρέπει καμιά ακτίνα του ήλιου να το διαπεράσει, έτσι ώστε τέλειο σκοτάδι βασίλευε στην επιφάνεια της γης. Αυτό το νερό, που ήταν σε αέρια κατάσταση, εξαιτίας της ζέστης του φλοιού της γης, άρχισε, κρυώνοντας λίγο - λίγο, να μετατρέπεται σε υγρό και να σκεπάζει όλη τη γη σαν ένας απέραντος ωκεανός. Αυτός ο μετασχηματισμός από την αέρια στην υγρή κατάσταση επέφερε μια αραίωση των νεφών που σκέπαζαν τη γη, έτσι ώστε οι ακτίνες του ήλιου, διαχεόμενες, να μπορούν να διαπεράσουν και να φωτίσουν την επιφάνεια της γης. Αυτό ακριβώς διηγείται η Γένεση με τις λέξεις: «Και είπεν ο Θεός γεννηθήτω φώς. και εγένετο φώς» (α΄ 3). Αργότερα το εξαερωμένο νερό ξεχώρισε καθαρά από το νερό του ωκεανού και ανάμεσα στα δύο δημιουργήθηκε ένα διάστημα, που η Γένεση ονομάζει «στερέωμα» (α΄ 6). Αυτό είναι ο αέρας ανάμεσα στην επιφάνεια της γης και τα σύννεφα. Πολύ αργότερα, την τέταρτη μέρα της δημιουργίας, το εξαερωμένο νερό των νεφών λιγόστεψε ακόμη περισσότερο, ώστε τα σύννεφα άρχισαν να σπάζουν και να σκορπίζουν όπως τα βλέπουμε σήμερα και ο ουρανός καθάρισε και άνοιξε. Με το καθάρισμα αυτό του ουρανού ο ήλιος, το φεγγάρι και τα άστρα εμφανίσθηκαν ταυτόχρονα στην επιφάνεια της γης, και τώρα πια όλα όσα βρίσκονταν σ’ αυτήν φωτίζονταν κατ’ ευθείαν από τις ακτίνες του ήλιου και όχι μόνον από τη διάχυσή τους.

Για να καταλάβουμε καλύτερα τι έγινε, ο Μέγας Βασίλειος μας δίνει μια ακριβή εικόνα: «Η δε γή ήν αόρατος και ακατασκεύαστος (Γεν. α΄ 2), λέγει. Αφού και τα δύο, ουρανός και γη, έγιναν ομότιμα, πώς ο μεν ουρανός αποπερατώθηκε, η δε γη είναι ακόμη ατελής και μισοφτιαγμένη; Ή γενικά, ποιο πράγμα της γης ήταν ακατασκεύαστο; Και για ποια αιτία η γη ήταν αόρατη;... Επειδή τότε δεν υπήρχε ακόμη τίποτε από αυτά που επρόκειτο να φυτρώσουν ύστερα από λίγο με το πρόσταγμα του Θεού, εύστοχα η διήγηση ονομάζει τη γη ακατασκεύαστη... Αποκάλεσε δε τη γη αόρατη για δύο λόγους: ή διότι δεν υπήρχε ακόμη ο άνθρωπος για να τη βλέπει ή γιατί ήταν κάτω από την επιφάνεια του ύδατος που την σκέπαζε και δεν ήταν δυνατό να τη βλέπει κανείς. Τα νερά δεν είχαν συγκεντρωθεί ακόμη στις συγκεντρώσεις τους, που έκανε ο Θεός αργότερα και τις ονόμασε θάλασσες. Τι σημαίνει λοιπόν αόρατος; Πρώτα, αυτό που εκ φύσεως δεν μπορούν να το δουν τα μάτια μας τα σωματικά. Έπειτα δε, αυτό που είναι μεν εκ φύσεως ορατό, αλλά δεν φαίνεται γιατί το σκεπάζει ένα άλλο σώμα, όπως το σίδερο που είναι στο βυθό. Μ’ αυτήν ακριβώς τη σημασία, νομίζω, λέγεται εδώ η γη αόρατη. Επειδή σκεπαζόταν από το νερό. Έπειτα, βέβαια, αφού δεν είχε γίνει ακόμη φως επάνω στην επιφάνεια της γης, δεν είναι καθόλου παράξενο αυτή που είναι ακόμη στο σκοτάδι, επειδή ο αέρας που είναι επάνω της είναι ακόμη αφώτιστος, να ονομάζεται αόρατη από την Γραφή και γι’ αυτό...

... Επειδή, λοιπόν, δεν λέει για το νερό ότι το «εποίησεν ο Θεός», λέγει όμως ότι η «γή ήν αόρατος», σκέψου εσύ μόνος σου με ποιο παραπέτασμα ήταν σκεπασμένη και δεν φαινόταν. Ασφαλώς η φωτιά δεν ήταν δυνατόν να τη σκεπάζει γιατί το πυρ είναι φωτιστικό και διαφανές και επιτρέπει να φαίνονται όσα καλύπτει και δεν τα σκοτίζει. Ούτε βέβαια και ο αέρας ήταν τότε αδιαφανής, γιατί ο αέρας από τη φύση του είναι αραιός και διαφανής. μέσα του κολυμπούν όλα τα είδη των ορατών και αυτός τα δείχνει στα μάτια αυτών που κοιτάζουν. Αυτό που μένει, λοιπόν, είναι να καταλάβουμε ότι το νερό σκέπαζε την επιφάνεια της γης, γιατί το υγρό στοιχείο δεν είχε ακόμη περιορισθεί στη θέση που του δόθηκε για να παραμείνει. Γι’ αυτό και η γη δεν ήταν μόνο «αόρατος», αλλά και «ακατασκεύαστος». Γιατί, όταν το υγρό στοιχείο σκεπάζει τη γη την εμποδίζει να καρποφορεί. Η ίδια λοιπόν αιτία ήταν που έκανε τη γη και να μην φαίνεται και να είναι ακατασκεύαστη».

Συνεχίζει ο άγιος: «Αλλά τι σημαίνει και η φράση: «Και σκότος επάνω της αβύσσου»; (Γεν. α΄ 2) Να, πάλι, άλλες αφορμές για μύθους και άλλες αρχές δυσεβειών ανθρώπων που διαστρέφουν τα λόγια της Γραφής σύμφωνα με τις δικές τους φαντασίες. Γιατί, δεν εξηγούν το σκοτάδι σαν αυτό που πραγματικά είναι, δηλαδή αέρας που δεν φωτίζεται, ή κάποιον τόπο που σκιάζεται ή εν πάσει περιπτώσει τόπο στερημένον από το φως για οποιαδήποτε αιτία, αλλά το εξηγούν σαν δύναμη κακή, ή μάλλον, σαν αυτό το ίδιο το κακό, που έχει την αρχή αφ’ εαυτού του, αντίθετο και εχθρικό πρός την αγαθότητα του Θεού... Άνθρωπε, γιατί φεύγεις μακρυά από την αλήθεια, επινοώντας πράγματα που θα σε οδηγήσουν στην απώλεια; Ο λόγος είναι απλός και κατανοητός σε όλους. Η γη ήταν αόρατη, λέγει. Ποια η αιτία; Επειδή την σκέπαζε η άβυσσος. Και τι σημαίνει άβυσσος; Νερό πολύ, με αμέτρητο βάθος...

...Τρία πράγματα πρέπει να συνυπάρξουν για να γίνει σκιά: το φως, ένα σώμα και ο αφώτιστος τόπος. Το σκοτάδι, λοιπόν, που σκέπαζε τον κόσμο οφείλονταν στη σκιά του νερού που αιωρούνταν στον ουρανό. Προσπάθησε να καταλάβεις αυτό που λέγω με το εξής απλό παράδειγμα: Στήσε μέσα στο καταμεσήμερο μια σκηνή υφασμένη από στεγανό και πυκνό υλικό, και κλείσου μέσα στον αυτοσχέδιο σκοτεινό χώρο της. Τέτοιο να φανταστείς και το σκοτάδι εκείνο που σκέπαζε τον κόσμο... Τότε τα πάντα τα σκέπαζε το νερό. Γι’ αυτό, αναγκαστικά, σκοτάδι υπήρχε πάνω από την άβυσσο».

Είναι φανερό από τα κείμενα που προηγήθηκαν ότι ο ουρανός ήταν ολοκληρωμένος από την πρώτη μέρα της δημιουργίας, ο ήλιος, το φεγγάρι και τα άστρα όλα. Αλλά δεν ήταν ορατά, ούτε μπορούσε το φως τους να φτάσει στην επιφάνεια της γης, εξαιτίας του στρώματος του εξαερωμένου νερού που σκέπαζε τη γη. Αργότερα, όταν αραίωσαν οι ατμοί, μπόρεσε το διάχυτο φως από τον ήλιο να φθάσει στην επιφάνεια της γης και να τη φωτίσει, όπως γίνεται τις συννεφιασμένες μέρες. Οι ατμοί αραίωναν όσο το νερό κρύωνε και περνούσε από την αέρια κατάσταση στην υγρή. Έτσι, η γη καλύφθηκε από έναν απέραντο ωκεανό που τη σκέπαζε όλη. Στον αέρα έμειναν μετέωρα τα πυκνά σύννεφα. Ανάμεσα στα σύννεφα και το νερό του ωκεανού υπήρχε το καθαρό διάστημα, που η Γραφή ονομάζει «στερέωμα». Τελικά, πολύ αργότερα, την τέταρτη μέρα της δημιουργίας, τα σύννεφα διαλύθηκαν, έσπασαν και χώρισαν, όπως τα βλέπουμε σήμερα, επιτρέποντας να εμφανιστεί καθαρός ουρανός και μαζί ο ήλιος, το φεγγάρι και τα άστρα.

Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος εξηγεί τα πράγματα ακριβώς με τον ίδιο τρόπο εις την τρίτη του ομιλία εις την Γένεση (P.G. 53, 33-34 ή ΑΑΠ 41, 128)".

Και συνεχίζουμε την παράθεση του κειμένου, καθώς εξηγεί το πώς δημιουργήθηκε η ζωή:

"Ένα άλλο πολύ σημαντικό σημείο στο οποίο πρέπει να σταματήσουμε είναι η σημασία της φράσεως «και πνεύμα Θεού επεφέρετο επάνω του ύδατος» (Γεν. α΄ 2). Αυτές οι λέξεις είναι πρωταρχικής σημασίας, κλειδί για την κατανόηση της αρχής της ζωής πάνω στη γη. Και πάλι, ο Μέγας Βασίλειος μας δείχνει το νόημά τους:

«Πνεύμα Θεού ονομάζεται το Πνεύμα το Άγιο, γιατί αυτή η ονομασία δίνεται από τη Γραφή ιδιαίτερα στο Άγιο Πνεύμα, και δεν ονομάζεται άλλο Πνεύμα Θεού παρά μόνο το Άγιο Πνεύμα, που συμπληρώνει την Αγία Τριάδα της Θεότητος. Πώς, λοιπόν, αυτό «επεφέρετο επάνω του ύδατος»; Θα σου πω λόγο όχι δικό μου αλλά κάποιου Σύρου, που ήταν τόσο ξένος στην κοσμική σοφία, όσο ήταν κοντά στην επιστήμη της αλήθειας. Έλεγε αυτός, ότι η Συριακή γλώσσα είναι πιο σαφής και ότι πλησιάζει περισσότερο την έννοια των Γραφών, γιατί είναι συγγενής με την εβραϊκή. Τη λέξη «επεφέρετο», λέγει, την χρησιμοποιούν αντί του «συνέθαλπε» και «ζωογονούσε» τη φύση των υδάτων, κατά την εικόνα της όρνιθας, που κλωσσά τα αυγά της και ζεσταίνοντάς τα τους μεταδίδει κάποια ζωτική δύναμη. Αυτή είναι περίπου η σημασία της φράσεως «το πνεύμα επεφέρετο» δηλαδή, ότι προετοίμαζε τη φύση του ύδατος για να βγάλει ζωή. Και είναι αυτό μια ικανοποιητική απάντηση σ’ αυτούς που ρωτούν αν το Άγιο Πνεύμα πήρε ενεργό μέρος στη δημιουργία του κόσμου» (Εξαήμ. Β΄ 7, ΕΠΕ 4, 86).  

Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος είναι ακόμη πιο σαφής σ’ αυτό το σημείο. Λέγει: «Και Πνεύμα Θεού επεφέρετο επάνω του ύδατος’ τι εννοεί μ’ αυτό; Μου φαίνεται ότι σημαίνει πως μια ζωογόνα δύναμη ευρίσκετο εις τα ύδατα, που δεν ήταν απλώς αδρανή και αμετακίνητα, αλλά ενεργά και ζωογόνα. Γιατί, ό,τι είναι αδρανές είναι εντελώς άχρηστο, αλλά ό,τι είναι ενεργό και κινούμενο είναι χρήσιμο για πολλά πράγματα. Έτσι, για να μας διδάξει ότι αυτό το νερό, που ήταν ζωογόνος δύναμη, λέγει: ‘Και Πνεύμα Θεού επεφέρετο επάνω του ύδατος’. Και αυτό δεν ελέχθη από την Αγία Γραφή χωρίς λόγο, αλλά γιατί θα μας εξιστορήσει παρακάτω, πώς τα ζώα προήλθαν από τα νερά με την εντολή του Δημιουργού των όλων» (Ομιλία Γ΄ εις την Γένεση, ΑΑΠ 41, 128-129).

Βλέπουμε ότι οι Πατέρες της Εκκλησίας ήξεραν και δίδαξαν, ότι η ζωή στη γη άρχισε να αναπτύσσεται, από την πρώτη «μέρα» της Γενέσεως, μέσα στα σκοτεινά νερά που σκέπαζαν όλη τη γη και τα οποία το Άγιο Πνεύμα εθώπευε, ώστε να γίνουν η μήτρα της ζωής. Το ότι αυτό δεν ήταν μια στιγμιαία πράξη, αλλά κάτι που αναπτύχθηκε και προόδευσε μέσα στο χρόνο, δηλαδή μια συνεχής επενέργεια του Αγίου Πνεύματος, είναι φανερό από το χρόνο διάρκειας της λέξεως «επεφέρετο». Το Άγιο Πνεύμα επεφέρετο επάνω στα ύδατα συνεχώς και όχι μία μόνο φορά, όπως το πουλί, που συνεχώς κάθεται πάνω στα αυγά του, δίνοντας στα έμβρυα που είναι μέσα τους τη σιγανή και προοδευτική ανάπτυξη. Αυτό φανερώνει τη συνεχή επίδραση της ενέργειας του Θεού στην ανάπτυξη της δημιουργίας μέσα στο χρόνο. Ο Θεός ενεργεί σ’ όλες τις διαστάσεις της δημιουργίας και ο χρόνος είναι μια από τις διαστάσεις αυτές. Το Πνεύμα το Άγιο ενεργεί επάνω στον απέραντο και σκοτεινό ωκεανό και δημιουργεί τη ζωή μέσα σ’ αυτόν.

Βλέπουμε, λοιπόν, μια εκπληκτική διήγηση: Τη γη σκεπασμένη από αδιαπέραστο στο φως εξαερωμένο νερό που ψύχεται σιγά - σιγά και υγροποιείται σχηματίζοντας έναν απέραντο σκοτεινό ωκεανό, που σκεπάζει τα πάντα. Σύν τω χρόνω, ένα «στερέωμα» διαχωρίζει το υγροποιημένο νερό του ωκεανού από το εξαερωμένο νερό των νεφών, και γίνεται φως επάνω στον απέραντο ωκεανό, που σκεπάζει όλη τη γη, ένα φως διάχυτο σαν κι αυτό της συννεφιασμένης ημέρας. Και ύστερα, λέγει ο Θεός να μαζευτεί το νερό σε συστήματα θαλασσών και να φανεί η ξηρά. Και πάνω στην ξηρά βλασταίνει η βοτάνη του χόρτου και μετά το σκληρό ξύλο των δένδρων, πριν ακόμη φανεί ο ήλιος και τα άλλα ουράνια σώματα, γιατί το φως που φώτιζε τα φυτά ήταν διάχυτο. Μόνον αργότερα, όταν τα σύννεφα αραίωσαν ακόμη περισσότερο, φάνηκαν στον ουρανό οι φωστήρες, που φέγγουν τα βήματά μας και μας κάνουν να ξεχωρίζουμε μέρα και νύχτα και σημεία και καιρούς και τις μέρες και τα χρόνια. Η Γένεση δεν δίνει λεπτομέρειες για τα διάφορα στάδια της ζωής μέσα στους ωκεανούς. Λέγει, μόνον, ότι το Πνεύμα του Θεού το Άγιο «επεφέρετο επάνω του ύδατος», για να καταλάβουμε ότι ο «ζωής χορηγός» ζωογονούσε τη φύση των υδάτων, και γέμιζε τα νερά με «ερπετά ψυχών ζωσών» (Γεν. α΄ 20)."

Μετά την εμφάνιση των φυτών και τη διαμόρφωσή τους, η Γένεση μιλάει για την πρώτη εμφάνιση τού Ηλίου, τής Σελήνης και τών άστρων, στον ουρανό τής γης.  Όχι ότι δεν υπήρχαν και πριν, αλλά προφανώς, αν και το φως τού ηλίου φώτιζε τη γη, ήταν διάχυτο, και κάτι δεν άφηνε έναν επίγειο παρατηρητή να δει την πηγή του.  Πυκνά νέφη υπήρχαν ακόμα στην ατμόσφαιρα, τα οποία με τον καιρό διαλύθηκαν.

Η εβραϊκή λέξη ΄΄Ασά΄΄ που χρησιμοποιείται στη Γένεση 1/α΄ 16 ως ΄΄κάνω΄΄, δεν σημαίνει κατ’ ανάγκην ‘δημιουργία εκ τού μηδενός’, αλλά ‘διαμόρφωση’.

Σίγουρα οι αρχαίοι Εβραίοι, αλλά και οι άλλοι αρχαίοι λαοί της εποχής εκείνης, μπορεί να μην κατανούσαν τις διφορούμενες αυτές έννοιες των λέξεων που χρησιμοποίησε ο Μωυσής, ούτε τις λεπτομέρειες αυτές, για το διάχυτο ηλιακό φως, και για το καθάρισμα της ατμόσφαιρας, και για πολλά ακόμα. Ο Μωυσής όμως, είχε σοβαρό λόγο να καταγράψει αυτά ακριβώς τα στιγμιότυπα, και με τρόπο και λέξεις που προσιδίαζαν στις γνώσεις και την παράδοση του λαού του.