Το Χριστιανικό δόγμα της Δημιουργίας

Εξελικτική Δημιουργία
Κεντρική Σελίδα   Θεολογία

α. Το πρόβλημα του Γνωστικισμού

β. Η διόρθωση των Πλατωνικών ιδεών από τη Χριστιανική πίστη

γ. Η διαμόρφωση των διατυπώσεων στο δόγμα της Δημιουργίας

δ. Η εκ του μηδενός Δημιουργία και τη τάση της Κτίσης προς το μηδέν

ε. Υπαρξιακές και σωτηριολογικές συνέπειες του δόγματος της Δημιουργίας

στ. Συνέπειες της πτώσεως του ανθρώπου

ζ. Ο Χριστός ως 2ος Αδάμ και η αφθαρτοποίηση της κτίσης

Οι οπαδοί του Δημιουργισμού, που νομίζουν ότι όλα φτιάχτηκαν τέλεια και χάλασαν με την αμαρτία του Αδάμ, αγνοούν ότι στην πραγματικότητα αυτή η θέση είναι επηρεασμένη από Πλατωνικές και Γνωστικές ιδέες [*]. Για την επιρροή αυτή, για την εξέλιξη της Χριστιανικής διατύπωσης του δόγματος της Δημιουργίας, και για την σωστή Χριστιανική θεώρηση της Κτίσης, ως χωροχρονικής και πεπερασμένης ύπαρξης, (πλασμένης "καλής λίαν" και όχι "τέλειας"), που τείνει και πάλι προς την ανυπαρξία, μας μιλάει στη συνέχεια ο σεβ. Ιωάννης Ζηζιούλας, μητροπολίτης Περγάμου. Πρόκειται για επτά απομαγνητοφωνημένες παραδόσεις του στο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης, που εκφωνήθηκαν κατά τα έτη 1985 και 1986. Αν και εκτενής η παρακάτω παρουσίαση, νομίζουμε ότι θα είναι κατατοπιστική και διαφωτιστική για όλους, με δεδομένο ότι ο σεβ. Ιωάννης, είναι από τους πρώτους Ορθοδόξους Επισκόπους, που αντιλήφθηκε τη συνάφεια αλλά και το "δέσιμο" της Εξελικτικής πραγματικότητας με την Ορθόδοξη πίστη.

.

 α. Το πρόβλημα του Γνωστικισμού

Προχωρώντας στο Χριστιανικό Σύμβολο της Πίστεως, συναντούμε τη φράση: "Πιστεύω εις έναν Θεό Πατέρα Παντοκράτορα, Ποιητήν  ουρανού και γης".  Κι εδώ έχουμε το πρόβλημα της δημιουργίας.  Το δόγμα της δημιουργίας.

Ο Θεός δεν είναι μόνο Πατήρ του Υιού του,  δεν είναι μόνο Τριαδικός,  δεν έχει ύπαρξη μόνο καθ' εαυτόν, δεν ομολογούμε μόνο ότι υπάρχει αιωνίως,  αλλά ομολογούμε ότι αυτός ο Θεός προέβη σε μια πράξη,  σε μια ενέργεια εκτός του εαυτού του,  που έφερε στην ύπαρξη κάτι άλλο εκτός του εαυτού του.  Κι αυτό είναι το δόγμα της δημιουργίας. Πρέπει ευθύς εξαρχής να πούμε ότι η ενέργεια αυτή του Θεού να δημιουργήσει κάτι άλλο εκτός του εαυτού του, δεν αποτελούσε ανάγκη για το Θεό. Όταν λέμε ανάγκη δεν εννοούμε - όπως πολλοί σύγχρονοι δογματικοί κάνουν - για ψυχολογικές ανάγκες στον Θεό, όπως μοναξιά,  θέληση να έχει και κάποιον άλλον εκτός του εαυτού Του κ.λ.π. Ψυχολογία στην ύπαρξη του Θεού δεν πρέπει ποτέ να χρησιμοποιούμε. Έστω και αν στην Αγία Γραφή και στην Θεολογία μας γίνεται λόγος για τον Θεό με τη βοήθεια ψυχολογικών εννοιών (ο Θεός θυμώνει, ο Θεός οργίζεται, κ.λ.π. Ακόμη και το ότι αγαπά το εκλαμβάνουν πολλές φορές με ψυχολογική έννοια). Όλες αυτές οι έννοιες, όταν δεν έχουν οντολογική βάση είναι ανθρωπομορφικές και δεν πρέπει να τις χρησιμοποιούμε για το είναι του Θεού. Ψυχολογία δεν μπορούμε να εφαρμόσουμε στον Θεό. Ο Αυγουστίνος, όπως είδαμε, την εφήρμοσε και εδημιούργησε τα προβλήματα που επισημάναμε.

Επομένως, όταν λέμε ότι ο Θεός δημιουργεί τον κόσμο, (κάτι δηλαδή εκτός του εαυτού του), από αγάπη, από κίνητρα αγάπης, δεν πρέπει να εννοούμε τίποτα το συναισθηματικό με την αγάπη αυτήν.

Τότε γεννάται το πρόβλημα, με ποιον τρόπο πρέπει να εννοήσουμε τα κίνητρα του Θεού στη δημιουργία του κόσμου. Εδώ θα πρέπει πρώτα, σύμφωνα με την αρχή που ακολουθούμε στα μαθήματά μας, να ρίξουμε μια ματιά στην ιστορία του δόγματος της δημιουργίας, για να δούμε με ποιες ιστορικές προϋποθέσεις εμφανίσθηκε και στη συνέχεια να δούμε τι μπορεί να σημαίνει αυτό για μας. Τότε θα δώσουμε την απάντηση και στο ερώτημα που έθεσα προηγουμένως για τα κίνητρα της δημιουργίας. Γιατί ο κόσμος, δηλαδή, δημιουργείται από τον Θεό;

Το Σύμβολο της Πίσεως σ’ αυτήν τη φάση «Παντοκράτορα, Ποιητήν ουρανού και γης ορατών τε πάντων και αοράτων», έχει ως προϋπόθεση ορισμένες έννοιες περί δημιουργίας του κόσμου ή περί του κόσμου, τις οποίες οι Πατέρες και η Εκκλησία έκριναν ως αιρετικές και απαράδεκτες. Στην αρχή το Σύμβολο ήταν απλώς ομολογία πίστεως στον Πατέρα, στον Υιό και στο Πνεύμα. Το ότι προσετέθησαν αυτές οι φράσεις ήταν αποτέλεσμα μιας ιστορικής ανάγκης. Και πρέπει να δούμε τι είδους ιδέες περί δημιουργίας αποκλείονται από το Σύμβολο της Πίστεως πρώτα. Και στη συνέχεια να δούμε τι είδους ιδέες κρύβονται πίσω απ’ αυτές τις εκφράσεις.

Ιστορικά, το πρώτο που προκάλεσε αυτή την επέκταση του Συμβόλου της Πίστεως ήταν οι περί δημιουργίας ιδέες του Γνωστικισμού. Ο Γνωστικισμός έδωσε μεγάλη έμφαση στην υπερβατικότητα του Θεού προκειμένου να λύσει το πρόβλημα της θεοδικίας, δηλαδή στο πρόβλημα γιατί υπάρχει τόσο κακό στον κόσμο και πώς μπορούμε να εξηγήσουμε το κακό στον κόσμο, δηλαδή πώς προέρχεται. Φυσικά εάν πούμε ότι ο Θεός είναι υπεύθυνος για το κακό, αμέσως θέτουμε εν κινδύνω την έννοια του Θεού. Ο Θεός πρέπει να είναι ανεύθυνος για το κακό. Αλλά με ποιον τρόπο θα κάνουμε τον Θεό ανεύθυνο για το κακό που υπάρχει στον κόσμο; Ο Γνωστικισμός βρήκε ως τρόπο, ως απάντηση, την ιδέα ότι τον κόσμο αυτόν δεν τον δημιούργησε ο Θεός. Αυτός ο Θεός Πατήρ. Ο Θεός Πατήρ είναι τόσο υπερβατικός και απρόσιτος, τόσο ξένος προς το τι συμβαίνει σ’ αυτόν τον κόσμο, ώστε μπορεί να θεωρηθεί και ξένος ως προς τον κόσμο. Ο «ξένος Θεός» του Μαρκίωνος. Επομένως, αποξενώνοντας τον Θεό από τον κόσμο, τον απαλλάσσουν από την ευθύνη του κακού, αλλά μετά πρέπει να εξηγήσουν γιατί και πώς αυτός ο κόσμος υπάρχει. Και η απάντηση που έδινε ο Γνωστικισμός ότι ο κόσμος αυτός υπήρξε δημιούργημα ενός κατώτερου όντος, ενός Δημιουργού, όπως τον ονόμαζαν, κι έτσι ξεχώριζαν τον Πατέρα από τον Δημιουργό. Άλλο ο Θεός Πατήρ και άλλο ο θεός Δημιουργός. Αυτός ο Δημιουργός ήταν μέσα στη σειρά αυτή των «αιώνων», των ενδιάμεσων αυτών όντων που συνέδεαν τον κόσμο με τον Θεό. Εκεί στο τέλος κοντά στον κόσμο είναι η θέση του «Δημιουργού», ο οποίος δημιούργησε τον κόσμο κι επομένως είναι και υπεύθυνος για το κακό που υπάρχει στον κόσμο. Διότι προϋπόθεση του Γνωστικισμού είναι ότι ο κόσμος αυτός εξ ορισμού είναι κακός. Δηλαδή το κακό είναι μέσα στην ύλη, στη δομή της ύλης, μέσα σε όλη τη δημιουργία, μέσα σε ό,τι υπάρχει σ’ αυτό τον κόσμο. Επομένως αυτός ο κόσμος δεν μπορεί ούτε και να διορθωθεί. Θα πρέπει για να σωθείς να φύγεις από αυτό τον κόσμο. Και ο Γνωστικός είναι αυτός που καλείται να φύγει από τον χώρο και από τον χρόνο με τη γνώση που έχει.

Η απάντηση των Πατέρων και κυρίως του Αγίου Ειρηναίου, ο οποίος αντιμετώπισε το Γνωστικισμό με το μεγάλο έργο του «Κατά Αιρέσεων», συνίστατο στα εξής σημεία, τα οποία και προϋποτίθενται στο Σύμβολο της Πίστεως εδώ:

ΠΡΩΤΗ ΘΕΣΗ που υποστηρίζει ο Άγιος Ειρηναίος είναι ότι ο Θεός Πατήρ και ο Θεός Δημιουργός είναι ένα και το αυτό πρόσωπο. Δεν έχουμε καμία διάκριση μεταξύ Πατρός και Δημιουργού. Γι’ αυτό και στο Σύμβολο είναι τόσο κοντά αυτές οι λέξεις, ώστε πολλοί ερμηνεύουν την έννοια του Πατρός ως αναφερόμενη στη δημιουργία και όχι στην αιώνια ύπαρξη του Θεού. Και πράγματι στο Β΄ αιώνα τονίζεται τόσο πολύ αυτή η αντιγνωστική θέση του ταυτισμού του Πατρός και του Δημιουργού, ώστε δημιουργείται η εντύπωση όταν διαβάσει κανείς Πατέρες της εποχής εκείνης, ότι όταν λένε: «πιστεύω εις ένα Θεόν Πατέρα» εννοούν περισσότερο το Δημιουργό και όχι τον αιώνιο Θεό, τον Πατέρα δηλαδή του Υιού. Αυτό διασαφηνίζεται αργότερα, κυρίως στον Δ΄ αιώνα μετά τον Αρειανισμό, οπότε το πρόβλημα γίνεται πιεστικό και οξύ και η απάντηση δίδεται, ότι ο Θεός είναι ο Πατήρ όχι ως Δημιουργός αλλά ως Πατήρ ενός Υιού, ο οποίος υπήρχε πάντοτε, προϋπήρχε, υπήρχε πάντοτε στην ουσία του Θεού. Αυτή, λοιπόν, είναι η πρώτη θέση.

Η ΔΕΥΤΕΡΗ ΘΕΣΗ είναι ότι αυτός ο Θεός Πατήρ Δημιουργός έχει άμεση ανάμιξη στην πράξη της δημιουργίας. Δεν είναι δημιουργός δια μεσαζόντων. Απορρίπτεται η ιδέα των αιώνων, όλων αυτών των μεσαζόντων μεταξύ θεού και κόσμου κατά τον Γνωστικισμό και εισάγεται η ιδέα αυτής της αμεσότητος  της εμπλοκής του Θεού στο έργο της δημιουργίας. Αυτή είναι μια άμεση σχέση Θεού και κόσμου.

Εδώ βέβαια υπεισέρχεται το σημείο που εμφανίζεται αργότερα στο άλλο άρθρο του Συμβόλου της πίστεως, («δι’ ου τα πάντα εγένετο»), -με το οποίο θα ασχοληθούμε στο μέλλον-, ότι δια του Λόγου, δια του Υιού δημιουργεί τον κόσμο ο Θεός. Και εκεί παρουσιάζεται μια διέξοδος κατά κάποιον τρόπο στο πρόβλημα της υπερβατικότητος του Θεού. Αυτό είναι πολύ λεπτό και τόσο δύσκολο, ώστε δημιούργησε σύγχυση και στο Β΄ αιώνα και στον Γ΄ μέχρι τον Δ΄ αιώνα. Αυτός ο ρόλος του Υιού στη δημιουργία ως Εκείνου δια του οποίου ο Θεός δημιούργησε τον κόσμο ήταν υπεύθυνος για την αντίληψη ότι ο Πατήρ είναι τόσο υπερβατικός, ώστε ο Θεός ως Πατήρ δεν είναι αυτός ο οποίος άμεσα δημιούργησε τον κόσμο, αλλά χρησιμοποίησε τον Υιό και έτσι ο Πατήρ παραμένει ακόμη Αυτός για τον οποίο δεν μπορούμε να πούμε τίποτα. (Βλέπουμε ότι ο Γνωστικισμός πήρε και κάποια χριστιανική μορφή). – Ο εντελώς άγνωστος. Ο Υιός είναι Αυτός που ενεργεί το έργο της δημιουργίας, αλλά επειδή ο Υιός στον Β΄ και στον Γ΄ αιώνα ακόμη δεν είχε αποσαφηνισθεί αν ανήκε στη σφαίρα του Ακτίστου Θεού ή εμφανίζεται κατά κάποιον τρόπο για πρώτη φορά ο Λόγος του Θεού όταν ο Θεός Πατήρ ενεργεί το έργο της δημιουργίας. Επειδή δηλαδή υπήρχε σύγχυση ως προς το σημείο αυτό, εφθάσαμε στον Αρειανισμό, ο οποίος έθεσε το θέμα εάν ο Λόγος ανήκει στη σφαίρα του κτιστού ή του Ακτίστου. Βέβαια η εκκλησία με την Α΄ Οικουμενική Σύνοδο αποφάσισε ότι ανήκει στη σφαίρα του Ακτίστου, αλλά σ’ αυτή την περίπτωση ασπάσθηκε τη θέση του Ειρηναίου, ότι ο Πατήρ στη δημιουργία έστω και αν χρησιμοποιεί τον Υιό, ενεργεί κατά τρόπο άμεσο. Δηλαδή με το να λέμε ότι δια του Υιού δημιουργεί ο Θεός τον κόσμο, δεν πρέπει να υπονοήσουμε ότι ο Πατήρ παραμένει τόσο υπερβατικός ώστε να μην έχει άμεση ανάμιξη στη δημιουργία του κόσμου. Η δημιουργία του κόσμου είναι έργο της αγάπης του Πατρός. Εκτελείται δια του Υιού αλλά ο Πατήρ είναι πάντοτε και στο έργο της δημιουργίας παρών και Πατήρ και Υιός δεν χωρίζονται, όπως ξεκαθάρισε ο Δ΄ αιώνας. Αλλά εν πάση περιπτώσει είναι απαραίτητο με τη θεολογία του Αγίου Ειρηναίου κυρίως να τονίσουμε αυτή την αμεσότητα της αναμίξεως του Πατρός, έστω και αν χρησιμοποιεί τον Υιό στο έργο της δημιουργίας. Αμεσότητα, λοιπόν και ταύτιση του Δημιουργού και του Πατρός. Δεν γίνεται ο Υιός Δημιουργός, επειδή δημιουργείται ο κόσμος δια του Υιού. Ο Πατήρ είναι ο Δημιουργός για τη θεολογία του Δ΄ αιώνος. Αυτά αλλάζουν λίγο στην πατερική περίοδο και, επαναλαμβάνω, την πατερική περίοδο μην  την παίρνουμε μονολιθική. Δυστυχώς τα τελευταία χρόνια έχει επικρατήσει στην ορθόδοξη θεολογία μια αντίληψη πολύ ανιστορική περί πατερικής θεολογίας. Η πατερική θεολογία έχει κι αυτή την ιστορία της. Δεν μπορούμε να λέμε «οι Πατέρες» με μια λέξη, κι εκεί μέσα να βάζουμε από τον Ειρηναίο μέχρι τον Παλαμά, σαν να μην έγιναν διεργασίες μέσα σ’ αυτή την ιστορία. Αυτό που αποτελεί την ενότητα της πατερικής σκέψεως είναι ότι στα βασικά (όπως βασικό είναι αυτό που λέω τώρα, η αμεσότητα), όλη η πατερική θεολογία συμπίπτει. Επομένως και αν αργότερα εμφανίζεται ο Υιός ως ο Δημιουργός, πάλι αυτό δεν αποκλείει την αμεσότητα της αναμίξεως του Πατρός.

Να λοιπόν γιατί επιμένει το Σύμβολο: «εις ένα Θεόν Πατέρα Παντοκράτορα Ποιητήν ουρανού και γης».

 

β. Η διόρθωση των Πλατωνικών ιδεών από τη Χριστιανική πίστη

Το δεύτερο ιστορικό στοιχείο στο οποίο αντιδρά η Εκκλησία δια του Συμβόλου της Πίστεως είναι η έννοια περί δημιουργίας, ο οποία κυκλοφορούσε στη φιλοσοφία της εποχής εκείνης ξεκινώντας από τον Πλατωνισμό και φθάνοντας μέχρι τον Νεοπλατωνισμό, ο οποίος είχε επιφέρει κι αυτός τις αλλοιώσεις του στον αρχικό Πλατωνισμό. Σας υπενθυμίζω τις βασικές θέσεις του Πλατωνισμού, στις οποίες αντιδρά η Εκκλησία με το Σύμβολο.

Ο καθαρός Πλατωνισμός εμφανίζεται στο έργο Τίμαιος του Πλάτωνα. Εκεί πράγματι ο Θεός καλείται Δημιουργός και Πατήρ συγχρόνως και Νους. Και συνεπώς εκεί, θα έλεγα σε σχέση με τον Γνωστικισμό, έχουμε συγγένεια της Χριστιανικής σκέψεως με τον Πλατωνισμό και όχι με τον Γνωστικισμό. Αλλά υπάρχουν και άλλα βασικά σημεία στα οποία η πατερική σκέψη διεφώνησε με τον πλατωνισμό και αυτά είναι τα εξής:

Πρώτα είναι η αντίληψη ότι ο Θεός δημιούργησε τον κόσμο από προϋπάρχουσα ύλη και προϋπάρχουσες ιδέες. Δηλαδή ο Πλατωνισμός δεχόταν το θεό Δημιουργό κατ’ ανάγκην, διότι δεν μπορούσε να μη δώσει μορφή στις ιδέες οι οποίες προϋπήρχαν και στην ύλη. Έπρεπε να δώσει κάποια μορφή στο χάος. Ήταν υποχρεωμένος να δημιουργήσει τον κόσμο. Ήταν ανάγκη). Αυτή την αντίληψη η οποία εισήγε την έννοια της ανάγκης στη δημιουργία, την αντικατέστησε η Χριστιανική αντίληψη περί δημιουργίας με τη θέση ότι ο κόσμος δημιουργήθηκε εκ της ελευθέρας θελήσεως του Θεού και όχι κατ’ ανάγκην. Επί πλέον χρειάσθηκε για να αντιμετωπίσει τις πλατωνικές ιδέες περί δημιουργίας η Εκκλησία και η πατερική θεολογία να τονίσει την έννοια της δημιουργίας του κόσμου εκ του μηδενός. Να τονίσει δηλαδή ότι δεν υπήρχε προϋπάρχουσα ύλη ούτε μετά με τον Πλωτίνο, ο οποίος εμφανίζει τον κόσμο σαν μια προέκταση, απορροή, αυτών των σκέψεων του νου του Ενός, ο οποίος διαχέεται σε πολλά και ο κόσμος δημιουργείται από αυτή την απορροή των σκέψεων του Θεού. Αυτήν την αντίληψη περί δημιουργίας η Εκκλησία δεν μπορούσε να τη δεχθεί διότι πάλι θα σήμαινε ότι ο κόσμος κατά κάποιον τρόπο ήταν μια αναγκαία προέκταση της υπάρξεως του Θεού. Ο Θεός δηλαδή προεξέτεινε τον ίδιο τον εαυτό Του ή τις σκέψεις Του δημιουργώντας τον κόσμο και μ' αυτόν τον τρόπο ο Θεός κι ο κόσμος δένονται αιώνια και αδιάσπαστα κι ο κόσμος είναι κι αυτός κατά κάποιον τρόπο αιώνιος, όπως είναι κι ο Θεός.

Στον Ωριγένη έχουμε μια προσπάθεια να εκφρασθεί και το ένα και το άλλο μαζί, λέγοντας ότι ο κόσμος δημιουργήθηκε εκ του μηδενός αλλά η δημιουργία ήταν μια αιώνια πράξη του Θεού. Εισήγαγε δηλαδή την αιωνιότητα της δημιουργίας με το επιχείρημα ότι ο Θεός δεν μπορούσε να είναι παντοδύναμος αν δεν έχει αντικείμενα, πάνω στα οποία να ασκήσει την παντοδυναμία Του. Επομένως υπήρχε αιώνια μια μορφή δημιουργίας. Αλλά αυτό δημιούργησε προβλήματα κι επομένως και αυτό πρέπει να απορριφθεί. Μένουμε λοιπόν, μόνο με την αντίληψη ότι ο κόσμος δημιουργείται εκ του απολύτου μηδενός, δεν είναι προϋπαρκτός μέσα στη σκέψη του Θεού, αλλά είναι αποτέλεσμα της απολύτου ελευθέρας βουλήσεως του Θεού και "ην ποτε ότε ουκ ην", ήταν κάποτε που δεν υπήρχε, κι αυτό το εννοούμε με την απόλυτη έννοια. Δεν ήταν καν ο κόσμος ούτε στη σκέψη του Θεού.

Εδώ χρειάζεται πολλή επεξήγηση διότι δημιουργείται μια δυσκολία με την αντίληψη ότι η δημιουργία του κόσμου δια του Λόγου του Θεού ήταν "βουλή προαιώνιος" για τη σωτηρία του κόσμου. Αυτή η προαιώνιος βουλή του Θεού συνεπάγεται κάποια αιωνιότητα του κόσμου; Συνεπάγεται; Ναι ή όχι; Είναι πάρα πολύ δύσκολο πρόβλημα. Ο Θεός δεν θέλησε τον κόσμο να υπάρχει κατά κάποιον τρόπο ξαφνικά. Χωρίς όμως να χρησιμοποιήσει προϋπάρχουσες ιδέες, όταν ο Θεός δημιούργησε τον κόσμο.

Πρώτος αναπτύσσει την ιδέα αυτή της δημιουργίας του κόσμου εκ του μηδενός ο Θεόφιλος Αντιοχείας, ο οποίος επηρέασε πολύ τον Ειρηναίο. Ο Ειρηναίος βασίζει τη θεολογία του κατά μεγάλο μέρος στον Θεόφιλο Αντιοχείας. Στην "Προς Αυτόλυκον Επιστολή" 2,4 λέει ότι ο Θεός δημιούργησε εκ του μηδενός όσα ήθελε και όπως ήθελε. Ήταν συνεπώς συνδεδεμένη η έννοια της βουλήσεως της ελευθερίας του Θεού με την έννοια της δημιουργίας του κόσμου εκ του μηδενός. Ο δεν Ειρηναίος αναπτύσσει την έννοια αυτή διεξοδικά πλέον και μπαίνει στην πατερική θεολογία, την αναπτύσσει επίσης ο Τερτυλλιανός, ο Αθανάσιος, κλπ. Και εδραιώνεται η άποψη ότι ο κόσμος δημιουργήθηκε από το μηδέν. Θα δούμε, όταν ερμηνεύσουμε το δόγμα της δημιουργίας, τι σημαίνει αυτό το πράγμα. Τώρα κάνοντας ιστορία, πρέπει να πούμε ότι αυτή η ιδέα "εκ του μηδενός" πρέπει να εκληφθεί με τρόπο απόλυτο. Διότι, ιστορικά μιλώντας πάλι, την εποχή που αναπτύσσεται το Σύμβολο της Πίστεως, ο Πλατωνισμός είχε υποστεί ορισμένες αλλοιώσεις, οι οποίες εκ πρώτης όψεως έδιναν την εντύπωση πως ο Θεός δεν δημιούργησε τον κόσμο από προϋπάρχουσα ύλη και προϋπάρχουσες ιδέες. Αυτό όμως δεν σήμαινε αυτομάτως ότι δημιούργησε εκ του μηδενός. Εκ του μηδενός δηλαδή με την απόλυτη έννοια.

Συγκεκριμένα ο μέσος Πλατωνισμός με τον Αλβίνο και ο Φίλων, απέρριψαν την αντίληψη, που συναντάμε στον Τίμαιο του Πλάτωνος, ότι ο Θεός δημιούργησε από προϋπάρχουσα ύλη και προϋπάρχουσες ιδέες. Είδαν ότι αυτό δεν συμβιβάζεται με τη Βίβλο και υπεστήριξαν την ιδέα ότι την ύλη τη δημιουργεί ο Θεός - και σ' αυτό ήσαν σύμφωνοι και οι Χριστιανοί- αλλά με τις ιδέες υπήρχε ένα πρόβλημα, επειδή εξακολουθούσαν να είναι πλατωνισταί, και δεν μπορούσαν να πουν ότι κι αυτές τις δημιούργησε ο Θεός. Βρήκαν σαν διέξοδο τη θέση ότι οι ιδέες ήσαν σκέψεις μέσα στο νου του Θεού. Αιώνιες σκέψεις. Απ' αυτές τις αιώνιες σκέψεις μέσα στο νου του Θεού, που τις αναπτύσσει ο Αλβίνος και κυρίως ο Φίλων, προέρχεται ο Νεοπλατωνισμός. Έτσι μπορούμε να πούμε συγχρόνως ότι ο κόσμος υπήρχε πάντοτε σαν μια αιώνια σκέψη μέσα στο Θεό.

Εκεί μόνο ο Άγιος Μάξιμος δίνει μια ολοκληρωμένη απάντηση τονίζοντας ότι ο Θεός για τον Οποίο δεν υπάρχει το πριν και το μετά στην αιώνιά Του ύπαρξη, θέλησε την ύπαρξη του κόσμου προαιώνια. Αλλά το ότι τη θέλησε προαιώνια δεν σημαίνει ότι και της έδωσε ύπαρξη αυτομάτως. Δηλαδή ο Μάξιμος κάνει αυτή τη διάκριση μεταξύ βουλήσεως και υπάρξεως. Θέλει μεν προαιώνια ο Θεός τον κόσμο να υπάρχει, αλλά όταν δημιουργείται ο κόσμος, δημιουργείται χωρίς αυτό να αποτελεί αναγκαία προέκταση της προαιωνιότητος της θελήσεως του Θεού. και ο Λόγος με τον οποίο και εν τω Οποίω δημιουργεί ο Θεός τον κόσμο είναι συνεπώς αυτός ο Ίδιος Λόγος με τον Οποίον αιώνια ο Θεός βρισκόταν στην αγαπητική σχέση Πατρός και Υιού, αλλά δεν αποτελεί αναγκαία συνέπεια της αγαπητικής σχέσεως Πατρός και Υιού η ύπαρξη του κόσμου, έστω και αν η βούληση για την ύπαρξη του κόσμου ήταν προαιώνια. Το σημαντικό του Αγίου Μαξίμου είναι η διάκριση μεταξύ θελήσεως και πραγματοποιήσεως της θελήσεως του Θεού. Αν δεν τα διακρίνουμε, τότε πρέπει να πούμε ότι έχει αιωνιότητα και ο κόσμος αφού η βουλή ήταν προαιώνια (βλ. Προς Θαλάσσιον 60, Άπορα).

Επομένως διακρίναμε α) σκέψη του Θεού, β) θέληση και γ) πραγματοποίηση της θελήσεως του Θεού. Οι Νεοπλατωνικοί έβλεπαν τις σκέψεις του Θεού αιώνιες και συνδέοντας τον κόσμο με τη σκέψη περί του κόσμου έκαναν και τον κόσμο αιώνιο. Η συμβολή του Μαξίμου ήταν ότι εισήγαγε τη θέληση του Θεού. Η θέληση να κάνει τον κόσμο είναι αιώνια. Διακρίνει όμως τη θέληση από την πραγματοποίηση της θελήσεως και έτσι αρνείται την αιωνιότητα του κόσμου.

Ο Θεός έχει τις σκέψεις του, ο κόσμος έχει τα διάφορα όντα που έχουν τους λόγους των όντων. Οι λόγοι των όντων συνδέονται με το σύνολο των σκέψεων του Θεού, που είναι ο ένας Λόγος του Θεού. Έχει όμως αυτούς τους λόγους των όντων μέσα του με τη μορφή των σκέψεων του Θεού. Είναι άκτιστοι βασικά λόγοι (βέβαια το να λέμε τους λόγους άκτιστους είναι αναχρονισμός για την εποχή του αρειανισμού και των Καππαδοκών, γιατί αυτά ξεκαθαρίσθηκαν μετά την Β΄ Οικουμενική Σύνοδο). Για τον Άρειο ο Λόγος βρισκόταν στην κατώτερη μοίρα, γιατί ανήκε στον κόσμο. Για τους μέχρι τον Άρειο χρόνους τον Λόγο τον τοποθετούσαν μεταξύ Θεού και κόσμου, αναλόγως του πώς ο καθένας αντιλαμβανόταν τα πράγματα. Πάντως μεταξύ Θεού και κόσμου. Η Σύνοδος της Νικαίας ήταν που μετέφερε οριστικά το Λόγο στην περιοχή του Ακτίστου. Παραμένει τώρα το τι γίνεται με τη σύνδεση των λόγων των όντων με τον Θεό. Γι' αυτό την έννοια του Λόγου δεν την ξανασυναντάμε μέχρι τον Μάξιμο. Την αποφεύγουν οι Πατέρες γιατί είναι επικίνδυνη.

Ο Μάξιμος κάνει αυτή την τολμηρή θεολογική ενέργεια να χρησιμοποιήσει την έννοια του Λόγου. Αλλά τώρα κάνει αυτή τη διάκριση. Ο Θεός έχει τον Λόγο Του, υπάρχει μια σχέση αγαπητική μεταξύ Πατρός και Υιού, μεταξύ Θεού και Λόγου. Ο κόσμος δημιουργείται εν τω Λόγω, δια του Λόγου.

Αλλά με το ότι χρησιμοποιεί την έννοια της θελήσεως πλέον για την ύπαρξη του κόσμου και όχι της κατ' ευθείαν γνωστικής προεκτάσεως των σκέψεων του Θεού στον κόσμο, αποφεύγει να πει ότι αυτή η σύνδεση είναι αναγκαστική σύνδεση. Γίνεται σύνδεση θελητική, δηλαδή σύνδεση ελεύθερη. Υπάρχει μια προαιώνια βουλή του Θεού αλλά η προαιώνια αυτή βουλή του Θεού πραγματοποιείται εν τω Λόγω, δια του Λόγου. Δηλαδή είναι βουλή, είναι θέληση και δεν είναι αναγκαία προέκταση των σκέψεων του Θεού. Θέλει ο Θεός κάποτε να δημιουργήσει τον κόσμο. Η αιώνια αυτή θέλησή Του δεν σημαίνει ότι η σκέψη Του προεκτείνεται αυτομάτως. Δεν είναι πλέον σκέψεις Του μέσα στον Νου του Θεού ο κόσμος. Γίνονται οι λόγοι των όντων, πλέον ταυτίζει τους λόγους με τα θελήματα του Θεού και όχι τις σκέψεις του Θεού. Ταυτίζονται θελήματα και λόγοι και προορισμοί. Οπότε αυτό είναι μια επανάσταση σε σχέση με τα προηγούμενα, που διευκολύνει στο να αποφύγουμε αυτή την προέκταση των σκέψεων του Θεού μέσα στον κόσμο. Διότι τα θελήματα συνεπάγονται την ελευθερία να γίνουν ή να μη γίνουν (και εκεί ακριβώς είναι η διάκριση μεταξύ πραγματοποιήσεως και μη πραγματοποιήσεως των θελημάτων). Αυτή είναι η βασική διαφορά μεταξύ μιας σκέψεως, η οποία ούτως ή άλλως πραγματοποιείται, πρέπει να πραγματοποιηθεί για να ολοκληρωθεί, και από την άλλη πλευρά του θελήματος, το οποίο επειδή είναι θέλημα δεν είναι αναγκαία συνέπεια της σκέψεως. Και επομένως το θέλημα, έστω και αν θα πραγματοποιηθεί, δεν συνδέει και δεν ταυτίζει την πραγματοποίηση με την πρόνοια, με την έννοια της σκέψεως. Το ότι το σκέφθηκε και το ότι το πραγματοποίησε, αυτά δεν ταυτίζονται, διότι ακριβώς πρόκειται περί θελημάτων.

Με το να ταυτίζει τα θελήματα με τους λόγους ο Μάξιμος αποφεύγει την αναγκαιότητα της δημιουργίας. Αποφεύγει δηλαδή το να ταυτίσει τους λόγους των όντων με τις σκέψεις στο Νου του Θεού. Με άλλα λόγια φεύγουμε από τον Πλατωνισμό, φεύγουμε από τον Φίλωνα και από τον Νεοπλατωνισμό, όπου ταυτίζονται οι λόγοι των όντων με τις σκέψεις του Θεού. Με τον Μάξιμο οι λόγοι ταυτίζονται με τα θελήματα του Θεού. Εδώ είναι η βασική διαφορά, είναι το καίριο σημείο: ταυτιζόμενοι οι λόγοι με τα θελήματα και όχι με τις σκέψεις του Θεού, κάνουν τον κόσμο αποτέλεσμα της θελήσεως του Θεού και όχι της σκέψεως του Θεού. Και επειδή είναι αποτέλεσμα της θελήσεως και όχι της σκέψεως, είναι και αποτέλεσμα ελευθερίας και όχι ανάγκης.

Συγκεφαλαιώνοντας τα βασικά σημεία πρέπει να πούμε ότι η έννοια της δημιουργίας ξεκινάει από αντίδραση στον Γνωστικισμό και στον Πλατωνισμό. Στον μεν Γνωστικισμό αντιδρά η Εκκλησία με το να τονίσει την ταύτιση Δημιουργού και Πατρός και την αμεσότητα της αναμίξεως του Θεού στη δημιουργία. Στον δε Πλατωνισμό αντιδρά αφ' ενός μεν στον καθαρό Πλατωνισμό του Πλάτωνα με το να τονίσει ότι "εκ του μηδενός" σημαίνει όχι από προϋπάρχουσα ύλη, ούτε εκ προϋπαρχουσών των ιδεών, αφ' ετέρου δε στον Μέσο Πλατωνισμό και στον Νεοπλατωνισμό αντιδρά με την άποψη ότι ο κόσμος ούτε και ως σκέψη δεν υπήρχε στον Νου του Θεού αιώνια, αλλά - όπως διευκρινίζεται πλέον με τον Μάξιμο - ως θελήματα του Θεού. Επειδή δε αυτά τα βουλήματα ταυτίσθηκαν με τον Λόγο του Θεού, με τον Υιό του Θεού, με την αγαπητική σχέση, πήραν κάποια βάση οντολογική και ο κόσμος έγινε πραγματική οντότητα, χωρίς όμως να αποτελούν αναγκαιότητα για τον Θεό.

Με άλλα λόγια αυτό που έκανε ο Μάξιμος ήταν να αναπτύξει φιλοσοφικά την άποψη του Αγίου Αθανασίου, ότι ο μεν Υιός υπάρχει λόγω της ουσίας του Πατρός, ο δε κόσμος υπάρχει λόγω της βουλήσεως του Πατρός. Σ' αυτό που μέχρι τότε ήταν ένα σχήμα ο Μάξιμος προσπάθησε να δώσει φιλοσοφική εξήγηση, και εν πάση περιπτώσει το αποτέλεσμα της προσπάθειας είναι πράγματι να δείξει ότι οι λόγοι των όντων είναι βουλήματα του Θεού (και επομένως ελεύθερα) και όχι σκέψεις του Θεού (με χαρακτήρα αναγκαστικό).

 

γ. Η διαμόρφωση των διατυπώσεων στο δόγμα της Δημιουργίας

Το δόγμα περί δημιουργίας διατυπώνεται στο Σύμβολο της Πίστεως από την αρχή. Το πρώτο άρθρο λέει: "Πιστεύω εις έναν Θεό Πατέρα Παντοκράτορα, ποιητήν ορατών τε πάντων και αοράτων". Αυτή η αναφορά στη δημιουργία ιστορικά είναι μια προσθήκη στο Σύμβολο της Πίστεως. Το Σύμβολο αρχικά ήταν ομολογία πίστεως στα τρία πρόσωπα, Πατέρα, Υιό και Άγιο Πνεύμα. Όταν προστέθηκε αυτή η αναφορά στη δημιουργία είχαν ήδη κυκλοφορήσει αντιλήψεις περί δημιουργίας, οι οποίες έπρεπε να ξεκαθαριστούν. Γι' αυτό η Εκκλησία προέβη σ' αυτή την ερμηνεία του δόγματος. Πρόσθεσε κάτι που ήταν σχετικό με την εποχή εκείνη.

Επομένως, για να μπορέσουμε να καταλάβουμε το Σύμβολο της Πίστεως, θα πρέπει να κάνουμε - όπως κάνουμε πάντοτε στην ερμηνεία των δογμάτων - δύο πράγματα:

1. Να δούμε τη σημασία του δόγματος για την εποχή εκείνη.

2. Να δούμε τη σημασία του δόγματος για την εποχή μας. Αυτή είναι η ολοκληρωμένη ερμηνεία του δόγματος.

Για να δούμε τη σημασία του δόγματος για την εποχή εκείνη, θα πρέπει να λάβουμε υπόψη μας τις αντιλήψεις περί δημιουργίας που κυκλοφορούσαν, είτε εκτός της Εκκλησίας είτε εντός αυτής, γιατί οι Πατέρες ελάμβαναν υπόψη και τα δύο. Δεν ήθελαν να περιορίσουν την Εκκλησία σ' ένα γκέτο. Ποιες ήταν οι αντιλήψεις περί δημιουργίας που κυκλοφορούσαν και τις οποίες οι Πατέρες και η Εκκλησία δια του Συμβόλου της Πίστεως θέλησαν να τις αποσαφηνίσουν και να πάρουν τη θέση τη Χριστιανική;

Η πρώτη ιδέα που κυκλοφορούσε πολύ και προκάλεσε την αντίδραση της Εκκλησίας, ήταν ο Γνωστικισμός. Οι γνωστικοί είχαν ένα συγκεκριμένο δόγμα περί δημιουργίας το οποίο ήταν απαραίτητο ν' αποσαφηνιστεί, επειδή ο Γνωστικισμός διείσδυσε και μέσα στην Εκκλησία.

Ο Γνωστικισμός ξεκίνησε από την προϋπόθεση ότι ο κόσμος αυτός όπως τον ζούμε και τον γνωρίζουμε είναι διάχυτος από το κακό. Το κακό τον έχει διαπεράσει. Ξεκινάει από μια πολύ πεσιμιστική αντίληψη για τον κόσμο, η οποία ήταν διάσπαρτη στο κλίμα της εποχής εκείνης. Θέτει ο ερώτημα: αφού ο κόσμος είναι τόσο κακός, ποια είναι η σχέση του με τον Θεό; Πώς μπορεί ο Θεός να τον έχει δημιουργήσει;

Η απάντηση του Γνωστικισμού ήταν ότι ο Θεός δεν δημιούργησε αυτόν τον κόσμο. Το ενδιαφέρον του Γνωστικισμού ήταν να διατηρήσει την υπερβατικότητα, να διατηρήσει την καθαρότητα, την αθωότητα του Θεού απ' όλο αυτό το κακό που υπάρχει στον κόσμο. Έτσι έφτασε στο σημείο να υποστηρίζει ότι ο κόσμος αυτός δεν δημιουργήθηκε από τον Θεό, αλλά είναι δημιούργημα ενός όντος τ' οποίο ονόμαζε Δημιουργό σ' αντίθεση με τον Θεό Πατέρα. Αυτός ο Δημιουργός είναι ένας απ' τους κατώτερους αιώνες, όπως τους ονόμαζαν, στην ιεραρχία που συνδέει τον κόσμο με τον Θεό, μια που ο Θεός είναι υπερβατικός και μακριά από τον κόσμο. Συνδέεται όμως με τον κόσμο διαμέσου μιας ιεραρχίας αιώνων. Ο τελευταίος είναι ο Δημιουργός που έφτιαξε τον κόσμο. Συνεπώς, δεν είναι δημιουργός του κόσμου ο Θεός ο ίδιος, ο Θεός Πατήρ.

Τον Γνωστικισμό τον πολέμησε η Εκκλησία και κατ' εξοχήν ο μεγάλος θεολόγος της εποχής εκείνης, ο Ειρηναίος, ο οποίος πήρε την αντίθετη θέση, ότι δηλαδή ο Θεός ο Ίδιος, ο Θεός Πατήρ δημιούργησε τον κόσμο.

Έτσι έφερε σε άμεση σχέση τον Θεό με τον κόσμο. Γιατί το Σύμβολο της Πίστεως λέει σαφώς ότι: "Πιστεύω εις έναν Θεό Πατέρα Παντοκράτορα, ποιητήν ορατών τε πάντων και αοράτων". Ο Πατήρ ποιητής. Όχι ο Θεός, αλλά ο Πατήρ ο Ίδιος. Αυτή η άμεση εμπλοκή του Θεού Πατρός στη δημιουργία του κόσμου ήταν η απάντηση στο Γνωστικισμό. Τα κίνητρα που οδήγησαν την εκκλησία στο να πάρει αυτή τη θέση στο άμεσο της εμπλοκής του Θεού είναι κυρίως τα εξής: Αν δεχόταν η εκκλησία ότι ο Θεός δεν είχε καμιά ανάμιξη στη δημιουργία του κόσμου, πρώτα ετίθετο σε αμφισβήτηση η Παντοδυναμία του Θεού. Ο Θεός δεν ήταν σε θέση να φτιάξει αυτό τον κόσμο. Αλλά όχι τόσο πολύ η παντοδυναμία, όσο η αγάπη του Θεού, γιατί σήμαινε ότι ο Θεός δεν έχει σχέση προσωπική με τον κόσμο. Και σε τελική ανάλυση ετίθετο το θέμα αν αυτός ο κόσμος μπορεί ν' απαλλαγεί από το κακό, αν είναι μέσα στη φύση του το κακό. Το κακό είναι κάτι το επίκτητο και δεν είναι στοιχείο της φύσεως. Εφόσον έπαιρνε την άποψη η Εκκλησία ότι ο Θεός ο Ίδιος δημιούργησε τον κόσμο, έπαιρνε αυτομάτως τη θέση ότι ο κόσμος δεν είναι στη φύση του κακός.

Αλλά η φροντίδα και η αγωνία του Γνωστικισμού να εξηγήσει το κακό και η προσπάθειά του να μην αποδώσει το κακό στον Θεό, αυτό δημιουργούσε το ερώτημα πώς ήλθε το κακό. Και η απάντηση βέβαια ήταν ότι το κακό έρχεται από την ελευθερία του ανθρώπου, την ελευθερία του κτιστού, των δημιουργημάτων. Επειδή δόθηκε αυτή η ελευθερία εμφανίσθηκε το κακό. Ο κόσμος λοιπόν, δεν είναι κακός. Ο Θεός έχει σχέση προσωπική με τον κόσμο και έχει και δύναμη, είναι παντοδύναμος. Συγχρόνως είναι και Παντοκράτωρ, όπως λέγει το Σύμβολο της Πίστεως. Αυτός δηλαδή που "κρατεί επί πάντων", έχει την εξουσία επί πάντων, ή κατά μια άλλη ερμηνεία του "Παντοκράτωρ", κρατεί στα χέρια του όλο τον κόσμο.

Έχουμε έναν Θεό που έχει σχέση και με τη δημιουργία. Έναν Θεό που δημιουργεί κάτι εκτός του εαυτού Του. Αυτό όμως εκτός από τον κίνδυνο ν' αποδοθεί το κακό στον Θεό, ο οποίος κίνδυνος αποφεύγεται με την ελευθερία του ανθρώπου, εγκυμονεί έναν άλλο κίνδυνο, τον κίνδυνο να θεωρηθεί ο κόσμος σαν μια προέκταση του Θεού, δηλ. να θεωρηθεί ο κόσμος σαν κάτι που ο Θεός το είχε μέσα Του και το έβγαλε στην επιφάνεια. αυτή η αντίληψη κυκλοφορούσε επίσης εξ ίσου με τον Γνωστικισμό στο πολιτιστικό κλίμα της εποχής εκείνης και η Εκκλησία διατυπώνοντας το δόγμα της δημιουργίας έλαβε υπ' όψιν της και αυτήν, η οποία ήταν αντίθετη της αντιλήψεως του Γνωστικισμού. Ο Γνωστικισμός χώριζε τον Θεό από τον κόσμο ενώ η παραπάνω αντίληψη ένωνε τον Θεό με τον κόσμο τόσο πολύ που δεν μπορούσε να θεωρηθεί ο Θεός χωρίς τον κόσμο. Η αντίληψη αυτή πήγαζε από τον Πλάτωνα και τις ιδέες περί της δημιουργίας που είχε ο Πλάτωνας και διαμορφώθηκε τελικά την εποχή αυτή που εμφανίζεται το Σύμβολο της Πίστεως. Διατυπώθηκε κάτω από την επίδραση ενός μεγάλου πλατωνιστή της εποχής εκείνης, του Φίλωνα του Ιουδαίου.

Θα πρέπει λοιπόν να δούμε τις αντιλήψεις αυτές περί δημιουργίας και σε αντίθεση μ' αυτές, να δούμε την χριστιανική αντίληψη. Ο Πλάτωνας αφιέρωσε ένα έργο του, τον "Τίμαιο", στο θέμα της δημιουργίας του κόσμου. Αυτό που φαίνεται ότι προκάλεσε τον Πλάτωνα στο να γράψει εκτενώς για το θέμα περί δημιουργίας, ήταν οι αντιλήψεις που υπήρχαν την εποχή εκείνη και καλλιεργούνταν από τους φιλοσόφους της εποχής εκείνης, σύμφωνα με τις οποίες ο κόσμος δεν δημιουργήθηκε από κανέναν άλλο. Ήταν ένα τυχαίο συμβάν. Όταν λέμε τυχαίο, εννοούμε, ή τυχαίο όπως έλεγαν οι Επικούριοι, ή ότι οι νόμοι της φύσεως είναι ο ίδιος ο Θεός. Δεν μπορούμε να πούμε για τον Θεό τίποτε πέρα απ' αυτό που η ίδια φύση περιέχει μέσα της σαν λογική και συνεκτική δύναμη. Οι λεγόμενοι φυσιολόγοι που ξεκινούσαν από τον Παρμενίδη και τον Ηράκλειτο και όλους αυτούς, αποτελούσαν θα λέγαμε τους αντιπάλους του Πλάτωνα. Ο Πλάτωνας πίστευε ότι ο κόσμος δημιουργήθηκε από κάποιον τον οποίο ονόμαζε και Πατέρα. Πρόβλεπε μάλιστα στην "Πολιτεία" βαρύτατες ποινές για τους αθέους. Αντίθετα, δεχόταν ότι ο κόσμος δημιουργήθηκε από τον Θεό. Ήταν συνεπώς, (γι' αυτό και πολλοί Χριστιανοί σαγηνεύτηκαν από τον Πλάτωνα), ο θεολόγος και πιστός της αρχαιότητας.

Αν διαβάσει κανείς τον "Τίμαιο" και τις αντιλήψεις του περί δημιουργίας, θα προσέξει ότι δεν είναι αυτό ακριβώς που θα ήθελαν οι Χριστιανοί να πούνε δημιουργία. Διότι ενώ έλεγε ο Πλάτων ότι τον κόσμο τον δημιούργησε ο Θεός, αυτό που εννοεί είναι ότι ο Θεός Πατήρ, ο Νους όπως τον ονομάζει, ενέργησε όπως ενεργεί ένας καλλιτέχνης, ένας τεχνίτης, ο οποίος παίρνει ύλη, έχει ιδέες στο μυαλό του, παίρνει και ένα καναβάτσο και εκεί πάνω βάζει αυτό που θέλει να δημιουργήσει. Και όπως περιγράφει την δημιουργία του κόσμου τον "Τίμαιο", εμφανίζει πραγματικά τον Θεό να παίρνει ύλη, ιδέες που υπάρχουν και μέσα στον χώρο αυτό που λειτουργεί σαν ένα είδος καναβάτσου, να τοποθετεί τον κόσμο και ντου δίνει την ομορφιά και τον ρυθμό που έχει. Συνεπώς, ο Θεός δημιουργεί από προϋπάρχοντα στοιχεία, γι' αυτό όπως λέγει ο Πλάτωνας στον "Τίμαιο", ο κόσμος που δημιούργησε ο Θεός είναι ο καλύτερος που μπορούσαμε να έχουμε, αλλά δεν είναι ο τέλειος. Δεν μπορεί να είναι τέλειος γιατί ανθίστατο, όπως λέγει, και ο χώρος και η ύλη με τους νόμους που είχαν μέσα τους στην προσπάθεια του Δημιουργού να φτιάξει το τέλειο βάσει των ιδεών. Συνεπώς, ο Θεός έκανε ό,τι μπορούσε, μας έδωσε το καλύτερο που μπορούσε, ο κόσμος αυτός είναι ο καλύτερος που μνημονεύεται αλλά δεν είναι ο ιδεατός, ο τέλειος. Ο ιδεατός είναι ο κόσμος των ιδεών, που δεν είναι αυτός που βλέπουμε αλλά είναι ο απόλυτα τέλειος.

Ο Πλάτωνας και οι αρχαίοι Έλληνες ήταν πολύ ευτυχείς που ζούσαν σ' αυτό τον κόσμο. Υπήρχε όμως η τάση ν' αποδοθεί το κακό στην ύλη και στους νόμους της ύλης, στους νόμους του χώρου, στους περιορισμούς του χώρου που αντιμάχονται τις ιδέες και συνεπώς αυτός ο κόσμος βρίσκεται σ' ένα επίπεδο κατώτερο του ιδεατού κόσμου. Και όσο πάμε πιο κάτω προς την ύλη, τόσο πιο πολύ φεύγουμε από τον ωραίο κόσμο που ήθελε να δημιουργήσει ο Θεός και δεν τα κατάφερε λόγω των προβλημάτων που αναφέρθηκαν.

Όταν ο "Τίμαιος" που διαβαζόταν πάρα πολύ στην εποχή των Πατέρων, ιδιαίτερα στους πρώτους αιώνες, έφτασε στα χέρια του Φίλωνα, - ο οποίος ήθελε να συμβιβάσει, να συνθέσει με τον Πλάτωνα την πίστη του την Βιβλική, γιατί ήταν Ιουδαίος - κατάλαβε ότι υπάρχουν προβλήματα. Και το πρώτο που διατύπωσε ήταν ότι: όπως τον εμφανίζει ο Πλάτων τον Θεό, υπόκειται στην ανάγκη της ύλης. Προϋπάρχει η ύλη, και τη βρίσκει ο Θεός έτοιμη. Δημιουργείται έτσι το πρόβλημα ποιος δημιούργησε την ύλη. Ο Πλάτων δεν την θεωρεί δημιούργημα του Θεού, οπότε κάνει το βήμα ο Φίλων και τοποθετεί την ύλη σαν δημιούργημα του Θεού. Λέει ότι ο Θεός δημιούργησε την ύλη, και έτσι εξασφαλίζει την ελευθερία του Θεού έναντι της ύλης. Αλλά δεν ήταν μόνο αυτό το πρόβλημα για τον Πλάτωνα όπως είδαμε. Ήταν και το πρόβλημα των Ιδεών, γιατί για τον Πλάτωνα οι ιδέες ήταν επίσης προϋπάρχουσες και ο Θεός τις βρήκε. Οπότε θα έπρεπε ο Φίλων να λύσει και αυτό το πρόβλημα.

Η λύση που έδωσε ήταν ότι οι ιδέες είναι οι σκέψεις του ίδιου του Θεού. Δεν είναι πάνω από τον Θεό, αλλά είναι μέσα στον Θεό. Προσέξτε, οι ιδέες έχουν μεγάλη σημασία για τη δημιουργία, γιατί οι ιδέες είναι η σταθερή βάση πάνω στην οποία στηρίζεται ο κόσμος. Τα φαινόμενα είναι μεταβλητά. Ό,τι βλέπουμε στον κόσμο είναι μεταβλητό. Ο αρχαίος Έλληνας πάντα προβληματιζόταν. Ήθελε να ξεπεράσει τη φθορά και γι' αυτό βρήκε διέξοδο στις ιδέες. Οι ιδέες είναι ακριβώς η αλήθεια αυτού του κόσμου. Εάν ένα τραπέζι είναι αληθινό και δεν είναι ψεύτικο, και είναι ψεύτικο διότι μεταβάλλεται και φεύγει, πρέπει να υπάρχει ένα αιώνιο τραπέζι. Εάν δεν υπάρχει, δεν υπάρχει τραπέζι ως αλήθεια. Συνεπώς, η ιδέα του τραπεζιού είναι απαραίτητη. Κάθε ον έχει την ιδέα, τον λόγο του, τον λόγο της υπάρξεως και αυτοί οι λόγοι των όντων, αυτές οι ιδέες που υποστηρίζουν τα όντα είναι ζήτημα σιγουριάς και ασφάλειας για τον αρχαίο Έλληνα. Αυτές οι ιδέες των όντων, για τον Πλάτωνα ήταν ανεξάρτητες από τον Θεό. Ο Θεός τις βρίσκει και τις χρησιμοποιεί. Πολλοί ταυτίζουν την ιδέα  του αγαθού και την ιδέα του καλού, δηλαδή του ωραίου με τον Θεό στον Πλάτωνα. Αλλ' αυτό είναι συζητήσιμο μεταξύ των ειδικών.

Ο Δημιουργός Θεός στο κείμενο του "Τίμαιου", σαφώς δεν κείται υπεράνω των ιδεών αλλά κάτω από τις ιδέες, υπόκειται στις ιδέες, κάνει ό,τι οι ιδέες του επιβάλλουν. Π.χ. κάνει τον κόσμο σφαιρικό διότι δεν μπορούσε να μην τον κάνει σφαιρικό γιατί το σχήμα της σφαίρας είναι το ιδεώδες σχήμα για τον Πλάτωνα. Θα μπορούσε να τον κάνει τριγωνικό ή τετράγωνο, όμως οι γωνιές αυτές θα δημιουργούσαν προβλήματα ιδεώδους σχήματος. Η σφαίρα είναι το ιδεώδες σχήμα, γι' αυτό ο Θεός δεν μπορούσε να κάνει διαφορετικά παρά να χρησιμοποιήσει το σφαιρικό σχήμα γιατί έπρεπε να κάνει ιδεατό κόσμο. Οι ιδέες λοιπόν, υποχρεώνουν τον Θεό να ενεργήσει κατ' ένα τρόπο δημιουργίας ορισμένο, όπως και η ύλη από την άλλη μεριά τον υποχρεώνει να μην μπορεί να κάνει αυτό το ιδεώδες.

Ο Φίλων βλέπει ότι αυτά δεν ταιριάζουν με την ελευθερία του Θεού κατά κάποιο τρόπο και αλλοιώνει τον Πλατωνισμό μεταφέροντας ουσιαστικά τις ιδέες αυτές μέσα στο νου του Θεού και λέγοντας ότι ο κόσμος όλος με τις ιδέες του, τους λόγους των όντων, έχει το είναι, την ασφάλειά του μέσα στο νου του Θεού. Μ' αυτό τον τρόπο νόμισε ότι έλυσε το πρόβλημα της ελευθερίας του Θεού έναντι των ιδεών, αλλά δημιούργησε ένα άλλο πρόβλημα. Πριν πούμε το πρόβλημα που δημιούργησε, θα πρέπει να πούμε ότι οι ιδέες του Φίλωνα επηρέασαν όλη τη φιλοσοφία της εποχής εκείνης και οδήγησαν στον Νεοπλατωνισμό ο οποίος δεχόταν τον κόσμο σαν μια απορροή από τον Ένα Θεό, δηλαδή μια προέκταση των ιδεών, των σκέψεων του Ενός στην πολλαπλότητα του κόσμου. Επηρέασαν όμως και τον Χριστιανισμό κυρίως στο πρόσωπο του Ωριγένη τα προβλήματα που δημιούργησε αυτή η άποψη. Τα προβλήματα τα βλέπουμε κυρίως αν κοιτάξουμε τον Ωριγένη προσεκτικά, επειδή υπάρχει αυτή η στενή σύνδεση μεταξύ των λόγων των όντων και του κόσμου των όντων που είναι στον Θεό και του κόσμου των όντων που είναι δημιουργημένα. Υπάρχει αυτή η στενή σχέση. Οι αρχαίοι Έλληνες πίστευαν πάντοτε ότι ο κόσμος είναι αιώνιος και ότι οι λόγοι των όντων, οι ιδέες που στηρίζουν τον κόσμο είναι αιώνιες. Συνεπώς, με την μορφή την ιδεατή ο κόσμος είναι αιώνιος.

Ο Ωριγένης έχοντας ασπασθεί αυτή την άποψη του Φίλωνα, μίλησε για δυο μορφές δημιουργίας. Μια είναι η αιώνια δημιουργία, ότι ο Θεός αιώνια σκεπτόταν αυτό τον κόσμο με τους λόγους αυτών των όντων, οι οποίοι λόγοι συναντώνται στον έναν Λόγο, τον Υιό και Λόγο. Καθώς λοιπόν μέσα σ' αυτό τον ένα Λόγο ο Θεός είχε τους λόγους όλων των όντων, δημιουργούσε αυτό τον κόσμο και ο κόσμος αυτός ήταν σ' ένα αιώνιο επίπεδο παρών. Μετά εν χρόνω, αυτός ο κόσμος, όπως τον βλέπουμε σήμερα κυρίως με την υλική μορφή του, πήρε υπόσταση και υπάρχει αλλά αυτό είναι ένα δεύτερο στάδιο. Είναι ένα στάδιο το οποίο μάλλον είναι κατάπτωση από το πρώτο. Μέσα σ' αυτή την αιώνια δημιουργία ο Ωριγένης έβλεπε και την δημιουργία των ψυχών. Κατά ένα τρόπο πλατωνικό οι ψυχές ήταν αιώνιες και το ευγενέστερο και σπουδαιότερο πράγμα που είχε η δημιουργία. Για τον Ωριγένη επίσης οι ψυχές ήταν αιώνιες σ' αυτή την αιώνια δημιουργία συνδεδεμένες με τον κόσμο των ιδεών, συγχρόνως και τα άυλα πνεύματα, οι άγγελοι. Αλλά όταν αυτή η άυλη ιδεατή δημιουργία, ο κόσμος των ψυχών του Ωριγένη, πήρε σάρκα, πήρε υλική μορφή, την οποία έχουμε και σήμερα, τότε έπεσε ο κόσμος. Η πτώση είναι συνυφασμένη σχεδόν με την δημιουργία αυτού του κόσμου, του υλικού κόσμου. Αυτός ο υλικός κόσμος είναι ένα στάδιο στη δημιουργία, κατώτερο από τον πνευματικό κόσμο. Ο πνευματικός κόσμος των αγγέλων και των ψυχών, είναι αιώνιος, ενώ αυτός είναι φθαρτός. Επομένως, όταν μιλούμε για δημιουργία κατά τον Ωριγένη, αναπτύσσουμε θα έλεγε κανείς ολόκληρη πνευματικότητα γιατί μιλούμε πλέον για την δημιουργία αυτή την ειδική σαν κάτι που χρειάζεται κάθαρση από την ύλη. Μιλούμε για το σώμα σαν μια φυλακή της ψυχής. Και επομένως, απελευθέρωση, σωτηρία του ανθρώπου, σημαίνει απαλλαγή από την ύλη, από το σώμα. Σημαίνει επανεύρεση αυτής της αρχικής καταστάσεως, όπου οι ψυχές και τα πνεύματα ήταν απαλλαγμένα από την φθορά και από την ύλη. Αυτό επίσης συνεπάγεται την αντίληψη ότι ο ασώματος κόσμος, δηλαδή οι άγγελοι, είναι ποιοτικά ανώτεροι από τους σωματικούς, και συνεπώς ο άνθρωπος όταν μοιάζει στους αγγέλους, τότε πλησιάζει τον Θεό. Για να μοιάσει στους αγγέλους, πρέπει ν' απαλλαγεί από κάθε τι το υλικό. Όσο απαλλάσσεται από την ύλη, τόσο πλησιάζει τον Θεό, τόσο λυτρώνεται από την ύλη. Με τον τρόπο αυτό ο Ωριγένης έκανε ένα βήμα πιο πέρα από τον Πλάτωνα προς τον Χριστιανισμό, αλλά ουσιαστικά παρέμεινε δεσμευμένος στις πλατωνικές αντιλήψεις.

Γιατί δημιουργεί προβλήματα; Το κύριο πρόβλημα που δημιουργεί αυτή η αντίληψη, ξεκινάει από τον Φίλωνα, και είναι ότι, ενώ φαίνεται ότι απελευθερώνει τον Θεό, στην ουσία Τον δεσμεύει! Γιατί κάνει τον κόσμο αιώνια παρόντα μέσα στη σκέψη του Θεού. Το ότι ο κόσμος είναι παρών μέσα στη σκέψη του Θεού με τη μορφή αυτών των λόγων, το ότι ο Θεός αιώνια δημιουργεί, αυτό σημαίνει ότι δίπλα στον Θεό, μέσα στον Θεό, υπάρχει κάτι άλλο, ένα άλλο εγώ του Θεού, το μη εγώ, το οποίο καθορίζει την ύπαρξη του Θεού. Δηλαδή ο Θεός είναι αδιανόητος χωρίς τον κόσμο και έτσι καταντούμε να λέμε ότι είναι αδύνατο να μιλήσουμε για τον θεό χωρίς να μιλούμε συγχρόνως και για τον κόσμο. Είναι αδύνατο να υπάρχει ο Θεός χωρίς συγχρόνως να υπάρχει ο χρόνος και ο κόσμος με κάποια μορφή όπως αυτή του ιδεατού κόσμου της αιώνιας δημιουργίας.

Αυτό δεσμεύει την ελευθερία του Θεού. Τη δεσμεύει οντολογικά και αυτό είναι το μεγάλο πρόβλημα που δημιουργούν ο Φίλων και ο Ωριγένης. έπρεπε να βρεθεί ένας τρόπος ώστε η σχέση του θεού και του κόσμου να είναι μια σχέση θετική πως είδαμε στον Ειρηναίο, και να μην είναι σχέση αναγκαστική για τον Θεό. Δηλαδή ο κόσμος να μην υπάρχει γιατί δεν μπορεί να γίνει αλλιώς, - γιατί ο Ίδιος ο Θεός τον έχει αιωνίως μέσα του,- αλλά να είναι δημιούργημα ελεύθερο.

Αυτό το εξέφρασαν οι Πατέρες αντιτιθέμενοι ακριβώς σ' αυτές τις ιδέες τις πλατωνικές με την έννοια της δημιουργίας εκ του μηδενός. Ο κόσμος λοιπόν δεν είναι απλώς μόνο δημιούργημα του Ιδίου του Θεού, δεν είναι αρκετό αυτό να το πούμε εναντίον των Γνωστικών, αλλά πρέπει να πούμε ότι είναι και δημιούργημα εκ του μηδενός εναντίον των Πλατωνικών και Νεοπλατωνικών.

 

δ. Η εκ του μηδενός Δημιουργία και τη τάση της Κτίσης προς το μηδέν

Κανένα δόγμα δεν έγινε χωρίς να προκληθεί από κάποιες αφορμές. Η αφορμή για το δόγμα περί της δημιουργίας εκ του μηδενός είναι κυρίως η επίδραση των Πλατωνικών ως προς την έννοια της δημιουργίας, την οποία η Εκκλησία δεν αποδέχθηκε. Επομένως, το περί δημιουργίας δόγμα της Εκκλησίας διαφέρει ουσιαστικά από τις περί δημιουργίας αντιλήψεις του Πλατωνισμού. Ο Πλατωνισμός και ο Χριστιανισμός χωρίσανε πολύ καίρια ως προς το θέμα της δημιουργίας και είναι πολύ σημαντικό να θυμόμαστε ότι αυτό έγινε ήδη στους δύο πρώτους αιώνες αν και με τους Πατέρες του γ΄ και δ΄ αιώνα ξεκαθαρίζει ακόμα περισσότερο. Να δούμε λοιπόν τι σημαίνει το "εκ του μηδενός".

Το πρώτο πράγμα που σημαίνει είναι ότι δεν είναι ο κόσμος αιώνιος, διότι όταν δεν είναι εκ του μηδενός, εξυπακούεται το αντίθετο: Είναι "εκ" κάπου που υπάρχει ήδη. Εφόσον υπάρχει κάτι ήδη απ' το οποίο βγαίνει ο κόσμος, οτιδήποτε κι αν είναι αυτό, προϋπάρχει και υπάρχει προ της δημιουργίας του κόσμου. Συνεπώς δεν είναι εντός του χρόνου, δεν έχει σχέση με τον χρόνο η δημιουργία αν δεν είναι εκ του μηδενός, αλλά είναι αιώνια δημιουργία όπως λέει ο Ωριγένης, και αιώνιος ο κόσμος όπως τον αποδέχονταν οι αρχαίοι Έλληνες. Αυτά απορρίπτονται. Δεν είναι αιώνιος ο κόσμος. "Ην ποτέ ότε ουκ ην", ήταν κάποτε που δεν υπήρχε κόσμος. Δεν υπήρχε ο κόσμος και υπήρχε τι; Υπήρχε ο Θεός, δεν υπήρχε τίποτε εκτός του Θεού, διότι οτιδήποτε εκτός του Θεού είναι δημιουργία. Άρα πρέπει να εννοούμε ότι ο Θεός υπήρχε "κάποτε" μόνος Του, χωρίς να συνυπάρχει κάτι άλλο. Αυτή είναι η πρώτη συνέπεια του εκ του μηδενός.

Η δεύτερη συνέπεια είναι ότι αφού δημιουργήθηκε ο κόσμος εκ του μηδενός υπόκειται στην επιστροφή στο μηδέν. Γιατί είναι απαραίτητο αυτό; Είναι απαραίτητο γιατί απλούστατα αφού δεν είναι αιώνιο κάτι δεν μπορεί και να παραμείνει αιώνιο. Το χαρακτηριστικό του κόσμου δεν είναι η αιωνιότητα αλλά η διαρκής εξάρτηση από το μηδέν. Συνεπώς μπορεί ο κόσμος να επιστρέψει στο μηδέν και είναι η φύση της δημιουργίας να απειλείται διαρκώς από την επιστροφή στο μηδέν. Ο Μ. Αθανάσιος γράφει στο "Περί Ενανθρωπίσεως", ότι η κτίση έχει σαν φύση της το μηδέν και το θάνατο. Επομένως ο θάνατος με την έννοια της αφανίσεως της δημιουργίας είναι κάτι εγγενές μέσα στη δημιουργία. Όταν λέμε δημιουργία εννοούμε οπωσδήποτε κάτι το θνητό, δεν μπορεί να δημιουργηθεί κάτι αθάνατο. Αυτή είναι η δεύτερη συνέπεια του "εκ του μηδενός".

Η τρίτη συνέπεια: Ανακύπτει το ερώτημα: Εφ' όσον είναι εκ του μηδενός και απειλείται από το μηδέν, να επανέλθει ο κόσμος στο μηδέν, τότε πώς έχει αληθινή ύπαρξη και πώς μπορεί ν' αποφύγει την επάνοδο στο μηδέν; Γιατί αν ο Θεός έφτιαξε έναν κόσμο εκ του μηδενός για να επανέλθει στο μηδέν, τότε αυτός ο κόσμος είναι καταδικασμένος όχι απλώς από τη φύση του αλλά από την ίδια την πρόθεση του Θεού να πεθάνει. Ο Θεός όμως δεν έφτιαξε τον κόσμο για να πεθάνει, τον έφτιαξε για να ζήσει. Αποκλείσαμε ως τρόπο επιβιώσεως του κόσμου την ίδια του τη φύση. Δηλαδή, όταν ο Θεός έφτιαξε τον κόσμο για να ζήσει, για να ξεπεράσει το μηδέν, δεν του έβαλε μέσα στη φύση του μια δύναμη με την οποία να εξασφαλίσει την αθανασία, διότι τότε θα τον μετέτρεπε αυτομάτως σε αιώνιο και θα έπαυε να είναι κτιστός, θα γινόταν θεός. Εάν δηλαδή έβαζε τέτοιους νόμους μέσα στη φύση της δημιουργίας που θα εξασφάλιζαν δια παντός την επιβίωση του κόσμου, τότε ο κόσμος αυτός αν και ξεκίνησε εκ του μηδενός, ως μη αιώνιος, θα κατέληγε να είναι από την φύση του αιώνιος. Δηλαδή ο Θεός θα έφτιαχνε έναν άλλο θεό, αιώνιο. Δεν είναι συνεπώς ο τρόπος αυτός με τον οποίο θα ξεπεράσει ο κόσμος το μηδέν. Ο μόνος τρόπος για να το ξεπεράσει και να μπορέσει να ζήσει, είναι να βρίσκεται σε διαρκή σχέση με τον Θεό.

Έχουμε τον Θεό από ένα μέρος ο οποίος είναι αιώνιος και μέσα στη φύση Του ζει αιώνια και από την άλλη μεριά έχουμε έναν κόσμο ο οποίος ξεκίνησε απ' το μηδέν και μέσα στη φύση του δεν μπορεί να ζήσει αιώνια. Δεν μπορεί να ζήσει αιώνια ο κόσμος αυτός και να μην πεθάνει αφού δεν έχει μέσα του, μέσα στη φύση του ν' αντλήσει δυνάμεις επιβιώσεως για πάντα. Όλοι οι νόμοι της ζωής, της φύσεως, είναι συγχρόνως νόμοι του θανάτου γι' αυτό και πεθαίνουμε. Πεθαίνουμε από την ώρα που θα γεννηθούμε. Ο θάνατος αρχίζει από την πρώτη στιγμή της ζωής. Δεν είναι η τελευταία στιγμή της ζωής. Συνεπώς, οι νόμοι που μας φέρνουν στη ζωή είναι οι ίδιοι νόμοι που μας φέρνουν και στον θάνατο. Ο μόνος τρόπος για να μπορέσει το κτιστό να ξεπεράσει το θάνατο και τη φθορά, είναι να βρίσκεται σε διαρκή κοινωνία με τον Θεό. Ο Θεός και ο κόσμος να βρίσκονται σε κοινωνία. Αυτή η κοινωνία δόθηκε στη δημιουργία σαν αποστολή που θα την εκπλήρωνε ο άνθρωπος. Εδώ λοιπόν έχουμε μια αλλιώτικη κοσμολογία απ' αυτή που είδαμε στον Ωριγένη. Προσέξτε τις σημαντικές αυτές διαφορές.

Ο άνθρωπος δημιουργήθηκε στο τέλος όλης της δημιουργίας, ακριβώς για να ενώσει την κτιστή δημιουργία με τον άκτιστο Θεό. Να τους φέρει σε σχέση μόνιμη ούτως ώστε αυτή η κτιστή δημιουργία επειδή θα έχει σχέση μόνο με τον άκτιστο Θεό, να μην πεθάνει και αν ζήσει. Αυτός είναι ο μόνος τρόπος για να ξεπεράσει η κτίση το μηδέν. Αυτή λοιπόν η κοινωνία με τον Θεό ήταν ο σκοπός της δημιουργίας του ανθρώπου. Γιατί χρησιμοποίησε τον άνθρωπο και όχι άλλα όντα όπως οι άγγελοι; Γιατί ο άνθρωπος έχει από τη φύση του φυσικό δεσμό με την υπόλοιπη φύση και έτσι ολόκληρη η φύση, η υλική κτίση λόγω του δεσμού της αυτού με τον άνθρωπο, με το σώμα του ανθρώπου, μπορεί να έρθει σ' επικοινωνία με τον Θεό και να ζήσει. Ενώ αν έπαιρνε τους αγγέλους, τις ασώματες δυνάμεις, οποιεσδήποτε και οσοδήποτε ασώματες και αν είναι, τότε ο υλικός κόσμος δεν θα μπορούσε να ζήσει ποτέ. Ένας άγγελος δηλαδή δεν θα μπορούσε να προσφέρει στον υλικό κόσμο αυτό που χρειάζεται για να ζήσει, τη σχέση με τον Θεό, την ένωση κτιστού και ακτίστου.

Η δημιουργία του ανθρώπου είναι απαραίτητο στοιχείο για την ολοκλήρωση της έννοιας της δημιουργίας, διότι η δημιουργία είναι καταδικασμένη σε θάνατο χωρίς τον άνθρωπο. Αυτή ακριβώς την συλλογιστική χρησιμοποίησε ο Μ. Αθανάσιος στο "Περί ενανθρωπίσεως του Λόγου", για να δείξει ακριβώς ότι δεν είναι τυχαίο το ότι ο Θεός επέλεξε αυτή την μορφή της ενσαρκώσεως του Λόγου για να σώσει τον κόσμο, γιατί αυτό που χρειαζόταν ο κόσμος για να σωθεί δεν ήταν τίποτε άλλο παρά να ξεπεράσει το μηδέν και να μπορέσει να ζήσει. Και αυτό για τον υλικό κόσμο θα ήταν αδύνατο να συμβεί, αν αυτή η ένωση με τον Θεό δεν γινόταν μ' αυτό τον τρόπο ώστε να περιλαμβάνεται μέσα σ' αυτή και ο υλικός κόσμος. Αλλά κανένα ον στη φύση του δεν έχει αυτή την δυνατότητα να ξεπεράσει τον υλικό κόσμο και να ενωθεί με τον Θεό εκτός του ανθρώπου. Οι άγγελοι είναι μεν ποιοτικά ανώτεροι και πνευματικότεροι, αλλά έχουν αυτό το μειονέκτημα, δεν έχουν σώμα, δεν έχουν δεσμό με την ύλη, ενώ εμείς μετέχουμε ακόμα και στον θάνατο της κτίσης. Πεθαίνουμε γιατί πεθαίνουν τα πουλιά και τα δένδρα, τα ζώα όλα. Συνεπώς, εμείς ξέρουμε, έχουμε πάνω στη σάρκα μας τον θάνατο της κτίσης. Ο άγγελος δεν έχει την μετοχή, την μοίρα του υλικού θανάτου. Συνεπώς, το υλικό μέρος της δημιουργίας δεν μπορεί να επικοινωνήσει με τον Θεό δια μέσου των αγγέλων.

Όταν ο άνθρωπος κτίστηκε, κτίστηκε ακριβώς μ' αυτό τον προορισμό: Να ενώσει όλη τη φύση με τον Θεό και έτσι να ξεπεραστεί το μηδέν και ο θάνατος. Και αφού αυτός ήταν ο μεγάλος προορισμός του ανθρώπου, θα περίμενε κανείς να τα κάνει έτσι τα πράγματα ο Θεός ώστε ο προορισμός αυτός να πραγματοποιηθεί. Αλλά ο προορισμός αυτός, το σχέδιο του Θεού, σκόνταψε στο ότι ο άνθρωπος αρνήθηκε να το κάνει. Είπε ότι "εγώ δεν θέλω ν' ακολουθήσω αυτό το σχέδιο, εγώ έχω το δικό μου σχέδιο, θα γίνω ο ίδιος Θεός" και απατήθηκε. Πίστεψε ο Αδάμ ότι με το να γίνει αυτός Θεός, θα μπορέσει ο κόσμος να ξεπεράσει το μηδέν, να ζήσει, και να ζήσει και αυτός. Και ενεπλάκη σ' αυτή την περιπέτεια της πτώσης. Το ότι είπε ο Αδάμ "όχι", οφείλεται στο ότι ο Θεός του έδωσε την δυνατότητα να πει "όχι", δηλαδή του έδωσε αυτό που λέμε ελευθερία.

Έτσι ως προς το δόγμα της δημιουργίας, τίθεται το ερώτημα: Γιατί υπάρχει η ελευθερία στον άνθρωπο; Γιατί ο Θεός δεν τα έφτιαχνε έτσι, ώστε να μην σκοντάψει στην ελευθερία του ανθρώπου; Βεβαίως δεν μπορούμε να ρωτήσουμε τον Θεό γιατί τα έκανε έτσι και δεν τα έκανε αλλιώς. Πρέπει όμως να ξέρουμε τι θα συνέβαινε αν τα έκανε αλλιώς. Εκείνο που είναι σαφές, είναι ότι αν ο άνθρωπος δημιουργείτο χωρίς την ελευθερία να δεχθεί ή να μην δεχθεί την εφαρμογή αυτού του σχεδίου, τότε θα ήταν μια ένωση του Θεού με τον κόσμο και του κόσμου με τον Θεό αναγκαστική. Δεν θα μπορούσε κατά κάποιο τρόπο να ξεφύγει ο κόσμος ή ο Θεός απ' αυτή την ένωση, και αυτό είναι ακριβώς που ο Θεός δεν ήθελε όταν έφτιαξε τον κόσμο εκ του μηδενός. Τον έφτιαξε σαν κάτι άλλο εκτός του εαυτού Του, το οποίο όμως δεν θα δούλευε απλώς σαν μια μηχανή που θα ήταν ενωμένη μαζί Του, αλλά θα δούλευε με τον τρόπο με τον οποίο ο Ίδιος ο Θεός ζει, δηλαδή ελεύθερα. Δεν ήθελε ο Θεός έναν κόσμο που να μην θέλει να υπάρχει. Μπορείς να δημιουργήσεις από αγάπη κάποιον ο οποίος να μην θέλει να υπάρχει; Προτίμησε ο Θεός να φτιάξει έναν κόσμο που να θέλει να υπάρχει και ακριβώς γι' αυτό έδωσε την ελευθερία στον άνθρωπο να πει ναι ή όχι στο σχέδιο του Θεού. Το ότι ο άνθρωπος διάλεξε την αρνητική απάντηση, - και την διάλεξε και την διαλέγει ακόμη και όταν έχει πλήρη συνείδηση του ότι αυτή τον οδηγεί στο θάνατο και το μηδέν, - αυτό είναι ενδεικτικό του ότι ο Θεός δημιουργώντας τον κόσμο, δεν ήθελε έναν κόσμο που να υπάρχει χωρίς να το θέλει. Δηλαδή ο κόσμος είχε τη δυνατότητα δοσμένη από τον Θεό στην δημιουργία να επιλέξει την αυτοκαταστροφή και φαίνεται ότι η επιλογή του Αδάμ υπαρξιακά ήταν επιλογή αυτοκαταστροφής.

Εάν λοιπόν αφηνόταν ο κόσμος χωρίς άλλη παρέμβαση του Θεού - προσέξτε το αυτό γιατί εδώ ολοκληρώνεται το δόγμα περί δημιουργίας, - αν αφηνόταν ελεύθερη η δημιουργία όπως ο Αδάμ επέλεξε να την οδηγήσει, είναι βέβαιο ότι θα έφτανε στην αυτοκαταστροφή, στο μηδέν. Και αυτή την απόφαση την σεβάστηκε ο Θεός, αλλά δεν έπαψε να καταβάλλει προσπάθειες για να ζήσει ο κόσμος. έτσι αρχίζει από κει πλέον όλη η οικονομία, η ιστορία της σωτηρίας, με την οποία ο Θεός προσπαθεί αυτή την επιλογή του Αδάμ να την διορθώσει για να μη βλάψει τον κόσμο. Το νόημα της σωτηρίας ήταν να ζήσει ο κόσμος και να ξεπεράσει τον θάνατο.

 

ε. Υπαρξιακές και σωτηριολογικές συνέπειες του δόγματος της Δημιουργίας

Εξετάσαμε ήδη την περί δημιουργίας αντίληψη του Γνωστικισμού, που χώριζε τον Θεό από τον κόσμο, καθώς επίσης και την αντίθετη άποψη από αυτή του Γνωστικισμού, που δεχότανε ότι ο κόσμος αυτός είναι αποτέλεσμα δημιουργίας του Θεού, αλλά με έναν τέτοιο τρόπο, ώστε να θεωρείται σαν αιώνιο δημιούργημα του Θεού, και να εμφανίζεται έτσι ο Θεός ως δημιουργός κατ'' ανάγκη, δηλαδή να εμφανίζεται ο κόσμος σαν μια απορροή από την ίδια την ύπαρξη του Θεού. Σε αντίθεση προς αυτήν την τοποθέτηση η Εκκλησία πήρε την θέση, ότι ο κόσμος δημιουργήθηκε από το μηδέν. Δηλαδή, δεν είναι μια προέκταση του ίδιου του Θεού, ούτε δημιουργήθηκε από ύλη που προϋπήρχε, ή από ιδέες που προϋπήρχαν, ούτε από ιδέες που ήταν μέσα στην σκέψη του Θεού, όπως δεχόταν ο Φίλων και οι μέσοι πλατωνικοί, και οι οποίες ιδέες μετά πραγματοποιήθηκαν. Όταν λέμε δηλαδή ότι ο κόσμος δημιουργήθηκε εκ του μηδενός,  εννοούμε ότι δεν υπήρχε ούτε σαν σκέψη στον Θεό, σαν αιώνια σκέψη του Θεού. Δεν έχουμε λοιπόν μόνο απόρριψη της προϋπάρξεως της ύλης, αλλά και απόρριψη της προϋπάρξεως των ιδεών και της σκέψεως του κόσμου, μέσα στο μυαλό του Θεού. Όταν λοιπόν λέμε, ότι ο  κόσμος δημιουργείται από το μηδέν, εννοούμε ότι ο κόσμος θα μπορούσε και να μην είχε δημιουργηθεί, θα μπορούσε και να μην υπήρχε. Το ότι υπάρχει ο κόσμος είναι αποτέλεσμα της ελεύθερης βούλησης του Θεού. Αυτό έχει πολύ σοβαρές υπαρξιακές συνέπειες, τις οποίες θα πρέπει να εξετάσουμε, και οι οποίες συνιστούν αυτό που ονομάσαμε στα μαθήματά μας, ερμηνεία του δόγματος.

Τι σημαίνει, ότι ο κόσμος θα μπορούσε και να μην υπάρχει; Αυτή είναι μια ιδέα που οι αρχαίοι Έλληνες δεν δεχότανε με κανέναν τρόπο. Για τους αρχαίους Έλληνες ο κόσμος είναι αιώνιος, δεν μπορεί να κάνει λόγο κανείς για δυνατότητα να μην υπάρχει ο κόσμος. Οι Χριστιανοί, όπως είπαμε, παίρνουν την θέση ότι ο κόσμος θα μπορούσε και να μην υπάρχει. Αν δεν υπήρχε ο κόσμος, θα υπήρχε κάτι και αυτό το ο,τιδήποτε κάτι, ταυτίζεται με τον Θεό. Έτσι η όλη ύπαρξη διαιρείται σε δύο είδη υπάρξεως. Το ένα είδος είναι της υπάρξεως, που θα υπήρχε ούτως ή άλλως· το άλλο είδος, το είδος της υπάρξεως που θα μπορούσε και να μην υπάρχει. Αυτό που θα μπορούσε και να μην υπάρχει, οφείλει την ύπαρξή του στην ελεύθερη θέληση αυτού που θα υπήρχε ούτως ή άλλως. Στην Πατερική γλώσσα, αυτό που θα υπήρχε ούτως ή άλλως δηλαδή αυτό που δεν οφείλει την ύπαρξή του στην ελεύθερη θέληση κάποιου άλλου, ονομάζεται άκτιστο. Αυτό που υπάρχει, διότι κάποιος άλλος το θέλησε να υπάρχει, και θα μπορούσε και να μην υπάρξει, στην Πατερική γλώσσα είναι το κτιστό. Έτσι η ύπαρξη αποτελείται από αυτούς τους δύο πόλους. Ό,τι υπάρχει, ό,τι λέμε ότι υπάρχει, ο,τιδήποτε μπορεί να πάρει το ρήμα είναι, θα είναι ή κτιστό ή άκτιστο. Δεν υπάρχει άλλη κατηγορία. Θα είναι δηλαδή κάτι που υπάρχει, διότι κάποιος άλλος το θέλησε να υπάρχει, και θα μπορούσε και να μην το έχει θελήσει συνεπώς και να μην υπάρχει, ή θα είναι κάτι το οποίο υπάρχει όχι διότι κάποιος άλλος το θέλησε, αλλά γιατί το ίδιο ήθελε να υπάρχει ο εαυτός του. Προσέξτε εδώ, μια λεπτομέρεια, που είναι πάρα πολύ δύσκολη, αλλά και πάρα πολύ σημαντική. Αυτό που ονομάσαμε άκτιστο, και που υπάρχει όχι διότι κάποιος άλλος θέλησε να υπάρχει, για το κτιστό, για μας, σημαίνει ότι ενώ εμείς υπάρχουμε λόγω της ελεύθερης θέλησης κάποιου άλλου, εκείνο δεν υπάρχει λόγω της ελεύθερης θέλησης κάποιου άλλου, άρα υπάρχει αναγκαστικά. Υπάρχει αναγκαστικά για μας. Σε αυτήν την λεπτομέρεια κάνουν λάθος μερικοί, που θα πούν, αφού υπάρχει αναγκαστικά για μας, υπάρχει αναγκαστικά και για το ίδιο. Όχι, δεν βγαίνει το ένα από το άλλο. Υπάρχει αναγκαστικά για μας, διότι προηγείται ημών. Για τον ίδιο τον εαυτό του, υπάρχει ελεύθερα, διότι δεν προηγείται τίποτε άλλο από εκείνο. Αυτό όμως δεν σημαίνει Πως υπάρχει αναγκαστικά για τον ίδιο τον εαυτό του. Συνεπώς, το κτιστό και το άκτιστο είναι οι δύο κατηγορίες, με τις οποίες δουλεύουμε στο δόγμα της δημιουργίας. Επαναλαμβάνω ότι το μεν κτιστό είναι ότι υπάρχει λόγω του ότι κάποιος άλλος το θέλησε να υπάρχει, και συνεπώς θα μπορούσε και να μην υπάρχει, αν αυτός ο άλλος δεν το ήθελε, το άκτιστο είναι αυτό που υπάρχει, όχι διότι κάποιος άλλος το θέλησε να υπάρχει, αλλά διότι το ίδιο το θέλησε. Από που βγάζουμε αυτήν τη διαφοροποίηση της υπάρξεως;

Οι αρχαίοι Έλληνες πίστευαν, όπως είπαμε, ότι ο κόσμος είναι αιώνιος. Άρα αυτοί δεν δέχονται την διάκριση μεταξύ κτιστού και ακτίστου. Αν κάνανε λόγο για κτιστό, κάνανε λόγο με την έννοια ότι αυτό δεν υπήρχε κάποτε με την μορφή που υπάρχει τώρα, αλλά υπήρχε με μια άλλη μορφή· δηλαδή αυτό το τραπέζι είχε κάποια αρχή, κάποιος το έφτιαξε. Όταν λέμε προέρχεται εκ του μηδενός, σημαίνει ότι δεν υπήρχε, με καμιά μορφή προηγουμένως. Αυτό είναι το κτιστό. Ο αρχαίος Έλληνας όμως θα έλεγε ότι ναι, δέχομαι ότι αυτό το τραπέζι είχε μια αρχή, το έφτιαξε κάποιος. Δέχεται δόγμα δημιουργίας. Αλλά πριν γίνει αυτό το τραπέζι, όπως είναι σήμερα, υπήρχε με μια άλλη μορφή. Υπήρχε το ξύλο, πριν υπάρξει το ξύλο υπήρχε το δένδρο κ.ο.κ. Δηλαδή, έβλεπε μια αιώνια μεταλλαγή των στοιχείων, η οποία δεν είχε αρχή ουσιαστικά. Ήτανε μια αιώνια κατάσταση. Αυτή η έννοια της δημιουργίας δεν είναι χριστιανική. Η χριστιανική έννοια της δημιουργίας είναι, όπως λέμε με το παράδειγμα αυτό, να προϋποθέσουμε, ότι το τραπέζι αυτό κάποτε δεν υπήρχε, επομένως θα μπορούσε και να μην υπάρχει, με την απόλυτη έννοια του να μην υπάρχει, με καμιά μορφή απολύτως. Θα υπήρχε πριν από το τραπέζι αυτό το μηδέν, το απόλυτο μηδέν, όχι το μηδέν με την έννοια ότι δεν ήτανε αυτό το τραπέζι, αλλά ήτανε το ξύλο. Δεν υπήρχε ούτε το ξύλο. Δεν υπήρχαν ούτε τα πιο βασικά στοιχεία, που συνιστούν αυτό το τραπέζι, δεν υπήρχε τίποτε. Αυτό, όπως καταλαβαίνετε, προσκρούει στη λογική μας, προσκρούει στον ανθρώπινο νου, διότι η επιστήμη πραγματικά βρίσκεται σε κάποια δυσκολία μπροστά σε αυτήν την λογική. Πως είναι δυνατόν κάτι που υπάρχει, να μην υπήρχε καθόλου προηγουμένως, με καμιά μορφή; Κι όμως, σήμερα στην φυσική επιστήμη, οι τελευταίες θεωρίες της γενέσεως του σύμπαντος, κάνουν σαφή λόγο για δημιουργία, για εμφάνιση του σύμπαντος από το μηδέν. Η κρατούσα θεωρία της γενέσεως του σύμπαντος είναι μια έκρηξη, η οποία οφείλεται σε μια αρχική διαδικασία, που ισοδυναμεί με το μηδέν. Δεν θα επεκταθούμε σε αυτό το θέμα, αλλά θέλω να πω με αυτό, ότι πράγματι δεν είναι τόσο αδιανόητο να υποθέσει κανείς, ότι δεν υπήρχε τίποτα απολύτως, από το οποίο δημιουργήθηκε αυτός ο κόσμος. Εν πάση περιπτώσει, στις πιο αδρές γραμμές, το σύμπαν δεν πρέπει να θεωρηθεί με κανέναν τρόπο σαν μια προέκταση του ίδιου του Θεού, είτε με την μορφή της ύλης, είτε με την μορφή των ιδεών. Είναι λοιπόν ο κόσμος μας κτιστός. Ξεκίνησε από το μηδέν, σε αντίθεση με τον Θεό, ο οποίος είναι άκτιστος, και έχει πολλές διαφορές η ύπαρξή του, με την ύπαρξη του ακτίστου Θεού.  Ποιες είναι οι μεγάλες διαφορές μεταξύ της κτιστής και της άκτιστης υπάρξεως;

Η πρώτη μεγάλη διαφορά, όπως είπαμε, είναι ότι υπάρχει το κτιστό, διότι κάποιος άλλος το θέλησε να υπάρχει, κι όχι διότι το ίδιο θέλει να υπάρχει. Δεν είναι λοιπόν η κτιστή ύπαρξη ελεύθερη ύπαρξη. Αντίθετα, η άκτιστη ύπαρξη, υπάρχει όχι διότι κάποιος άλλος θέλησε να υπάρξει, διότι δεν υπάρχει κανένας άλλος πέρα από τον Θεό, που να θέλησε να υπάρχει ο Θεός, εξ ορισμού· αν υπάρχει κάποιος άλλος, που να έφτιαξε τον Θεό, τότε ο Θεός είναι κτιστός, άρα πρέπει να αναζητήσουμε αυτόν που έφτιαξε αυτόν που έφτιαξε κ.ο.κ. Κάπου θα σταματήσουμε. Εκεί που θα σταματήσουμε έχουμε το άκτιστο. Το άκτιστο, λοιπόν, δεν είναι αποτέλεσμα της βουλήσεως κάποιου άλλου, άρα υπάρχει ελεύθερα. Δεν υπάρχει, διότι κάποιος άλλος το θέλησε να υπάρχει. Τότε υπάρχει, γιατί το ίδιο θέλει να υπάρχει. Αυτή είναι η μεγάλη διαφορά μεταξύ του Δημιουργού και του δημιουργήματος, η ελευθερία της υπάρξεως για το άκτιστο, η αναγκαστικότητα της υπάρξεως για το κτιστό. Η αναγκαστικότητα της υπάρξεως αφορά βέβαια στο γεγονός της υπάρξεως, στο ότι υπάρχει αυτήν την στιγμή κάτι.

Η δεύτερη μεγάλη διαφορά και συνέπεια είναι ότι, αφού δημιουργήθηκε από το μηδέν το κτιστό, έχει πίσω του το μηδέν σαν μόνιμη απειλή για την ύπαρξή του. Αφού θα μπορούσε και να μην υπάρχει ο κόσμος ο κτιστός, άρα τι αποκλείει το να παύσει να υπάρχει; Το μόνο που μπορεί να αποκλείσει το να παύσει να υπάρχει, είναι αυτό που το έκανε να υπάρχει, δηλαδή η θέληση του ακτίστου. Η ελεύθερη θέληση του ακτίστου μπορεί να κρατήσει σε ύπαρξη το κτιστό, όσο καιρό θέλει, όσο διάστημα θέλει. Αλλά μόνο αυτή η ελεύθερη θέληση,  κι όχι το κτιστό το ίδιο μπορεί να εξασφαλίσει αυτήν την ύπαρξη, την επιβίωση. Επομένως, το κτιστό για να υπάρχει, εξαρτάται διαρκώς, από την θέληση αυτού που το έφερε στην ύπαρξη. Έχουμε λοιπόν στο κτιστό μια εξαρτημένη ύπαρξη, ενώ στο άκτιστο έχουμε μια ανεξάρτητη ύπαρξη. Το κτιστό πρέπει να βρίσκεται σε διαρκή σχέση με το άκτιστο, για να μπορεί να επιζήσει. Έτσι και κόψει την σχέση, τον δεσμό με το άκτιστο, η συνέπεια δεν είναι τίποτε λιγότερο, τίποτε άλλο, από το να πάψει να υπάρχει, να επανέλθει στο μηδέν. Συνεπώς, το κτιστό μη έχοντας το ίδιο μέσα του τις δυνάμεις, για να υπάρχει αφ εαυτού - αν τις είχε δεν θα ήταν κτιστό, θα ήταν άκτιστο - βιώνει διαρκώς την απειλή της επανόδου στο μηδέν. Είναι η απειλή του θανάτου. Το κτιστό υπαρξιακά ζει κάτω από το άγχος του θανάτου, και ο μόνος τρόπος για να αποβάλλει αυτό το άγχος, το άγχος επανόδου στο μηδέν, είναι, όπως είπαμε, η σχέση με το άκτιστο, και η διατήρηση αυτής της σχέσεως. Όταν το κτιστό κόψει τον δεσμό αυτόν με το άκτιστο, στραφεί προς τον εαυτό του και θελήσει να πάρει τις δυνάμεις της επιβιώσεώς του από τον ίδιο του τον εαυτό, πέφτει σε μια πλάνη, η οποία δεν οδηγεί σε τίποτε άλλο λιγότερο από τον αφανισμό και τον θάνατο, τον θάνατο ως αφανισμό. Συνεπώς, όλα κρίνονται πλέον για την ύπαρξη του κτιστού - και αυτή είναι η ουσία του δόγματος της δημιουργίας, η υπαρξιακή ερμηνεία του - από την σχέση του με το άκτιστο. Αν η σχέση με το άκτιστο κοπεί, το κτιστό παύει να υπάρχει. Θα μπορούσε σε αυτήν την κατάσταση να φανταστεί κανείς, μια σχέση του κτιστού με το άκτιστο, η οποία να μην μπορεί να διακοπεί με κανέναν τρόπο, δηλαδή να έχει φτιάξει ο Θεός έναν κόσμο, ο οποίος θέλει δεν θέλει να ζει αιώνια, θέλει δεν θέλει να έχει σχέση με τον άκτιστο Θεό· μια σχέση δηλαδή με τον Θεό αναγκαστική. Αυτό θα σήμαινε, λίγο ως πολύ, ότι ο Θεός έφτιαξε έναν άλλο θεό. Ένα θεό, που θα ζει αιώνια, διότι θα έχει σχέση αιώνια, αναγκαστική, με τον άκτιστο. Θα ζει αιώνια, παρά το ότι ξεκίνησε από το μηδέν. Αυτό είναι αδιανόητο.

Δεν είναι δυνατόν ο Θεός να φτιάξει έναν άλλο θεό, θεό ως προς το τέλος χωρίς να είναι θεός ως προς την αρχή. Δηλαδή να ξεκινήσει από το μηδέν αλλά να είναι αιώνιος ως προς το τέλος του. Είναι αδιανόητο, διότι σημαίνει ότι ο Θεός είναι μια έννοια πολύ περίεργη. Την εφαρμόζουμε και στο ον, το οποίο υπάρχει χωρίς να το φτιάξει κάποιος άλλος, την εφαρμόζουμε και στο ον το οποίο υπάρχει, διότι κάποιος άλλος το έφτιαξε. Είναι πολύ αυθαίρετη η χρησιμοποίηση της έννοιας Θεός. Βεβαίως τις λέξεις μπορούμε να τις χρησιμοποιούμε, όπως θέλουμε, δεν μας εμποδίζει κανείς. Αλλά δεν μπορούμε να αυθαιρετούμε, διότι θα πρέπει να διακρίνουμε τα πράγματα, οπότε, αν βάλουμε αυτήν την λέξη εδώ, θα πρέπει να βρούμε μια άλλη λέξη για να περιγράψουμε εκείνο το ον, το οποίο είναι Θεός, χωρίς να το έχει φτιάξει κάποιος άλλος. Από την ώρα που θα δεχθούμε ότι αυτό το έφτιαξε κάποιος άλλος και ότι υπάρχει κάποιος, τον οποίο δεν τον έφτιαξε κανένας, από εκείνη την ώρα, πρέπει να βρούμε δύο διαφορετικές λέξεις για να περιγράψουμε αυτά τα πράγματα. Δεν είναι δυνατόν συνεπώς το κτιστό να το ονομάσουμε θεό και το άκτιστο να το ονομάσουμε πάλι Θεό. Αυτό αποκλείει συνεπώς το να θεωρήσουμε το κτιστό σαν κάτι που το έφτιαξε ο Θεός αιώνια. Το κτιστό, λοιπόν, είναι κάτι που δεν έχει αιωνιότητα μέσα του. Αν κοπεί από τον Θεό δεν μπορεί να ζήσει, δεν μπορεί να υπάρξει, πέφτει στο μηδέν. Σε αυτήν την κατάσταση ακριβώς δημιουργείται το ερώτημα, Πως θα ζήσει αυτός ο κόσμος, Πως θα υπάρχει, Πως θα αποφύγει το μηδέν. Θα πρέπει να το αποφύγει, όπως είπαμε, σχετιζόμενος μόνιμα με τον άκτιστο Θεό. Άρα μέσα στο κτιστό θα πρέπει να υπάρξει η ελευθερία της επιλογής, αυτής της σχέσεως με τον Θεό. Και αυτό μας οδηγεί στο μεγάλο θέμα της δημιουργίας όχι απλώς του κόσμου αλλά του ανθρώπου μέσα στον κόσμο.

Πριν φτάσουμε ειδικά στον άνθρωπο θα πρέπει να μιλήσουμε γενικά για την ύπαρξη ελευθέρων όντων μέσα στην δημιουργία. Επαναλαμβάνω την θέση που είπαμε προηγουμένως, ότι δεν είναι δυνατόν το κτιστό να ζήσει, να αποφύγει την επάνοδο στο μηδέν, εάν δεν ευρίσκεται σε σχέση με το άκτιστο. Δεύτερη θέση·  δεν είναι δυνατόν αυτή η σχέση με τον άκτιστο Θεό να είναι αναγκαστική, διότι αν ήταν αναγκαστική, θα είχαμε ένα δεύτερο θεό στην δημιουργία· πρέπει να είναι ελεύθερη. Για να είναι ελεύθερη, πρέπει να υπάρχουν ελεύθερα όντα μέσα στην δημιουργία και συνεπώς η δημιουργία του κόσμου, ακριβώς για να ζήσει, να επιβιώσει ο κόσμος με αυτήν την σχέση με τον Θεό, οδηγεί στην δημιουργία των ελεύθερων όντων. Το δόγμα της δημιουργίας κάνει λόγο για δύο ειδών ελεύθερα όντα μέσα στην δημιουργία. Ελεύθερα όντα, τα οποία έχουν υλική υπόσταση, και ελεύθερα όντα, τα οποία δεν έχουν υλική υπόσταση. Αυτά που δεν έχουν υλική υπόσταση είναι γνωστά ως άγγελοι, ασώματες δυνάμεις. Τα ελεύθερα όντα, τα οποία έχουν υλική υπόσταση, είναι ο άνθρωπος. Δεν υπάρχει στην δημιουργία τίποτε άλλο, που να μπορούμε να το ονομάσουμε ελεύθερο ον· μόνο τα άϋλα, οι άγγελοι και οι άνθρωποι.

Σύμφωνα με τα όσα είπαμε μέχρι τώρα, ο ρόλος, τον οποίο διαδραματίζουν τα ελεύθερα όντα στην δημιουργία, η κλήση, ο σκοπός για τον οποίον ήρθαν τα ελεύθερα όντα στην ύπαρξη, είναι το να συνδέσουν ελεύθερα το κτιστό με το άκτιστο. Να μπορέσει δηλαδή να συνδεθεί ελεύθερα, διότι, όπως σάς απέδειξα, δεν μπορεί να συνδεθεί αναγκαστικά το κτιστό με το άκτιστο. Αν συνεπώς αυτή η σύνδεση δεν λάβει χώρα, το κτιστό είναι καταδικασμένο να επανέλθει στο  μηδέν, δεν έχει άλλο τρόπο επιβιώσεως. Συνεπώς τα ελεύθερα όντα στην δημιουργία έχουν έναν μεγάλο προορισμό, όχι απλώς μεγάλο προορισμό, αλλά έχουν έναν οντολογικό προορισμό. Η κτίση κρέμεται κυριολεκτικά από την άσκηση της ελευθερίας τους. Εάν ασκήσουν την ελευθερία τους κατά τον τρόπο που θα οδηγήσει στην σύνδεση του κ τ ι σ τ ο ύ με το α κ τ ι σ τ ο, τ ό τ ε  η  κ τ ί σ η , το  κ τ ι σ τ ό  ζει. Αν ασκήσουν την ελευθερία τους με τον αντίστροφο τρόπο, τότε το κτιστό απειλείται με καταστροφή, με μηδενισμό. Από αυτά τα ελεύθερα όντα οι άγγελοι, τα άϋλα όντα, υστερούν ως προς τον ρόλο αυτόν που αναφέραμε, της ενώσεως κτιστού και ακτίστου. Υστερούν έναντι των ανθρώπων, διότι δεν έχουν την ίδια σωματικότητα, υλικότητα, και συνεπώς δεν μπορούν μέσα τους να συνδέσουν τον υλικό κόσμο, την υλική δημιουργία με τον άκτιστο Θεό. Αντιθέτως ο άνθρωπος, επειδή ακριβώς έχει υλικότητα, μετέχει της υλικής κτίσεως, ήταν εξ αρχής προορισμένος από τον Θεό σαν το κατεξοχήν όργανο, με το οποίο θα πραγματοποιείτο αυτή η ένωση κτιστού και ακτίστου, και συνεπώς η επιβίωση του κτιστού. Καταλαβαίνετε λοιπόν, γιατί, όπως λέει ο Απόστολος Παύλος στην Προς Ρωμαίους επιστολή, "όλη η κτίση συστενάζει και συνωδίνει", γιατί όλη η κτίση πέφτει, όταν ο άνθρωπος πέφτει. Γιατί όλη η κτίση περιμένει να σωθεί, να ζήσει, όταν ο άνθρωπος ενωθεί με το άκτιστο. Έχει λοιπόν ο άνθρωπος αυτήν την μεγάλη αποστολή, και γι' αυτό η άσκηση της ελευθερίας του ανθρώπου επηρεάζει, όπως είπαμε, την κτίση, όχι απλώς την ευδαιμονία της αλλά την ύπαρξή της. Μπορεί να φτάσει δηλαδή στην ανυπαρξία η κτίση.

Επαναλαμβάνω τα σημεία που θίξαμε παραπάνω. Η δημιουργία περιλαμβάνει όντα τα οποία ελεύθερα μπορούν να στραφούν προς τον Θεό και ελεύθερα να εξαρτήσουν την ύπαρξή τους από την σχέση αυτήν με τον Θεό, με το άκτιστο. Τα ελεύθερα αυτά όντα είναι δύο ειδών. Είναι εκείνα τα όντα τα οποία, όταν στραφούν ελεύθερα προς τον Θεό, φέρνουν μαζί τους και την υπόλοιπη δημιουργία, διότι βρίσκονται σε οργανική σχέση με την υπόλοιπη υλική κτίση, και αυτά τα όντα είναι ο άνθρωπος. Τα άλλα όντα είναι εκείνα τα οποία δεν έχουν αυτήν την οργανική σχέση με την υλική δημιουργία και συνεπώς στρεφόμενα προς τον Θεό και εξαρτώντας την κτιστή ύπαρξή τους από τον άκτιστο Θεό δεν φέρνουν μαζί τους την υλική δημιουργία αλλά τα ίδια βρίσκονται σε μια ευδαιμονία, μια μακαριότητα, διότι βιούν αυτήν την σχέση. Αυτά τα άϋλα όντα, οι άγγελοι, δεν είναι αποκομμένοι, άσχετοι με την υπόλοιπη δημιουργία. Είναι κι αυτοί δημιουργήματα, και αυτοί είναι κτιστά όντα, δεν είναι αιώνιοι και αυτοί υπόκεινται στις ίδιες συνθήκες που υπόκεινται τα υλικά σώματα. Επομένως, το να υπόκειται κανείς στη συνθήκη του θανάτου και του αφανισμού, δεν είναι συνέπεια της υλικότητας - προσέξτε το αυτό είναι πολύ σημαντικό - δεν οφείλεται στο ότι είναι υλικός, οφείλεται στο ότι είναι κτιστός. Άλλο είναι το ένα και άλλο το άλλο. Η κτιστή δημιουργία δεν έχει μόνον υλική δημιουργία. Η ύλη δεν είναι κακό, δεν είναι η αιτία του θανάτου και του αφανισμού, της απειλής του μηδενός. Το κακό, η απειλή του μηδενός προέρχεται από την κτιστότητα, από το γεγονός ότι τα όντα αυτά είχαν κάποια αρχή, προήλθαν από το μηδέν. Αυτά είναι τα σημεία που τονίσαμε. Τώρα θα δούμε ειδικότερα την δημιουργία και την θέση του ανθρώπου στην δημιουργία.

Ο άνθρωπος εμφανίζεται στο τέλος της δημιουργίας. Εδώ έχουμε μια βασική διαφορά μεταξύ του Χριστιανισμού, της Βίβλου και των φιλοσοφικών και κυρίως των γνωστικών συστημάτων της εποχής που διαμορφώνεται το δόγμα περί δημιουργίας. Τα γνωστικά συστήματα ξεκινούν από την δημιουργία του ανθρώπου και καταλήγουν στην δημιουργία της ύλης και των άλλων κατωτέρων όντων, διότι ξεκινούν από την προϋπόθεση ότι η δημιουργία ξεκίνησε από τα καλύτερα απ' ό,τι κατέληξε, και συνεπώς, όσο πάμε προς τα κατώτερα όντα, τόσο πάμε προς την πτώση της δημιουργίας, την υποβάθμισή της. Είχαν οι γνωστικοί για την ύλη πολύ αρνητική ιδέα, και συνεπώς η τελειότητα βρισκόταν στην αρχή, ο άνθρωπος ήτανε το τέλειον ον και τα κατώτερα όντα ήρθαν αργότερα. Αυτό συνδέεται με την υποβάθμιση του υλικού κόσμου, που υπάρχει στα συστήματα αυτά.

Στην Βιβλική αντίληψη δεν έχουμε υποβάθμιση του υλικού κόσμου, αντίθετα, θα μπορούσαμε, σύμφωνα με την ορολογία την τόσο τρέχουσα σήμερα, να μιλήσουμε για αναβάθμιση του υλικού κόσμου. Η Βίβλος θεωρεί τον υλικό κόσμο άξιο της καλύτερης τύχης που μπορεί να υπάρχει, και Γι' αυτό η εμφάνιση του ανθρώπου στο τέλος έχει το νόημα ότι ο Θεός προόρισε τον υλικό κόσμο για το ανώτερο που θα μπορούσε να υπάρχει, και που είναι ο άνθρωπος, διότι, όπως είπαμε, ο άνθρωπος αυτός θα φέρει όλον τον υλικό κόσμο σε κοινωνία με τον άκτιστο Θεό. Η δημιουργία λοιπόν του ανθρώπου στο τέλος έχει αυτό το νόημα, της αναβαθμίσεως του υλικού κόσμου, αλλά έχει και ένα άλλο νόημα, το οποίο είναι η άσκηση της ελευθερίας εκ μέρους του ανθρώπου και ως προς τον υλικό κόσμο. Ο άνθρωπος δηλαδή δημιουργείται με την ελευθερία, η οποία θα του επιτρέπει να πάρει μια θέση θετική ή αρνητική, καλή ή κακή έναντι του υπολοίπου κόσμου. Είναι η κορωνίς της δημιουργίας, είναι ο βασιλιάς της δημιουργίας, όπως περιγράφεται από πολλούς Πατέρες, είναι αυτός που μπορεί όλον τον υλικό κόσμο να τον εξουσιάσει και να τον χρησιμοποήσει, όπως θέλει. Γιατί; Διότι εν αντιθέσει προς τον υπόλοιπο κόσμο έχει την ελευθερία, που δεν την έχει κανένα άλλο υλικό ον στη δημιουργία. Συνεπώς ο άνθρωπος δημιουργείται στο τέλος για να καταξιώσει και να ολοκληρώσει την αποστολή του υλικού κόσμου και για να το κάνει αυτό με την ελευθερία του, έχοντας την δυνατότητα να μεταχειρισθεί αυτόν τον κόσμο ελεύθερα, «Και κατακυριεύσατε της γης». Ακριβώς στο σημείο αυτό αναφαίνεται η μεγάλη ευθύνη του ανθρώπου εντός του υλικού κόσμου.

Είπαμε λοιπόν, για την σπουδαιότητα ή μάλλον αποστολή που έχει μέσα στην δημιουργία ο άνθρωπος και είπαμε σε τι συνίσταται η διαφορά του ανθρώπου από την υπόλοιπη υλική κτίση. Συνίσταται στο ότι έχει την ελευθερία, την οποία δεν έχει η υπόλοιπη υλική δημιουργία. Στο σημείο αυτό θα χρειαστεί κάποια ανάλυση, που θα κάνουμε σύντομα. Πριν προχωρήσω στην ανάλυση θα ήθελα να ταυτίσω αυτήν την ελευθερία με το κατ' εικόνα, περί του οποίου γίνεται λόγος στην Αγία Γραφή και στους Πατέρες. Ο άνθρωπος δημιουργείται κατ' εικόνα και καθ' ομοίωσιν του Θεού. Αυτή η Βιβλική έκφραση ερμηνεύτηκε κατά διαφόρους τρόπους, και ακόμη στην πατερική περίοδο έχουμε διαφοροποιήσεις ως προς το τι σημαίνει το κατ' εικόνα. Σε πολύ γενικές γραμμές η πατερική γραμματεία έχει διάφορες τοποθετήσεις στο θέμα αυτό. Μια τοποθέτηση είναι ότι το κατ' εικόνα διαφέρει από το καθ' ομοίωσιν κατά το ότι στο κατ' εικόνα έχουμε την τελειότητα του ανθρώπου στην αρχή της δημιουργίας, όπως δημιουργήθηκε από τον Θεό, ενώ το καθ' ομοίωσιν είναι αυτό που θα πετύχει, θα έχει ο άνθρωπος στο τέλος, όταν στα έσχατα δεί τον Θεό πρόσωπο προς πρόσωπο, και ολοκληρωθεί η κοινωνία κτιστού και ακτίστου. Τότε θα έχουμε το καθ' ομοίωσιν, θα θεωθεί ο άνθρωπος, και είναι αυτό μια εσχατολογική αντίληψη.  Για άλλους είναι ήδη μια πραγματικότητα και μπορεί να θεωρηθεί το καθ' ομοίωσιν και ως πραγματικότητα προ των εσχάτων. Για άλλους Πατέρες το περιεχόμενο του κατ' εικόνα είναι το λογικό του ανθρώπου. Για άλλους, όπως τον Γρηγόριο Νύσσης, ο οποίος κυρίως τονίζει το σημείο αυτό πολύ, είναι το αυτεξούσιο. Η διαφορά δεν είναι ουσιαστική, διότι και για τους Πατέρες που ταυτίζουν το κατ' εικόνα με το λογικό, τον λόγο, η αντίληψη που εξυπακούεται εκεί είναι ότι ο λόγος, το λογικό του ανθρώπου, δεν είναι άλλο παρά η ελευθερία του, το αυτεξούσιο. Γι' αυτό τον λόγο νομίζω ότι απηχεί κανείς σύνολη την Πατερική παράδοση, όταν τοποθετήσει, όπως κάνουμε εδώ, το κατ' εικόνα, δηλαδή την διαφορά του ανθρώπου από την υπόλοιπη κτίση στην ελευθερία, στο αυτεξούσιο.

Θα πρέπει λοιπόν να δούμε σε τι συνίσταται αυτή η ελευθερία του ανθρώπου, και σε τι θα μπορούσε να συντελέσει ως προς τον σκοπό της δημιουργίας. Η ελευθερία είναι η δυνατότητα που έχει το κτιστό, διότι μιλούμε για την ελευθερία του κτιστού τώρα, να εξομοιωθεί προς τον Θεό ως προς την δημιουργία. Δηλαδή, όπως είπαμε, η ύπαρξή μας, η ύπαρξη του κτιστού, είναι δεδομένη στο κτιστό και συνεπώς το κτιστό δεν είναι ελεύθερη ύπαρξη. Υπάρχουμε, διότι κάποιος άλλος το θέλησε και όχι διότι εμείς θέλουμε ελεύθερα να υπάρχουμε. Αυτή λοιπόν είναι η μεγάλη πρόκληση, που αντιμετωπίζει το κτιστό. Έχει αναγκαστική ύπαρξη, ενώ αντιθέτως το άκτιστο, ο Θεός, επειδή δεν δημιουργήθηκε από κάποιον άλλον δεν έχει αναγκαστική αλλά ελεύθερη ύπαρξη. Το κατ' εικόνα λοιπόν, ως προς την ελευθερία του ανθρώπου, συνίσταται ακριβώς στο να μπορεί, ή στο να έχει την τάση να θέλει να μην έχει αναγκαστική ύπαρξη αλλά ελεύθερη. Συνεπώς η ελευθερία του ανθρώπου ασκείται με δύο τρόπους, ο ένας είναι αρνητικός, δηλαδή είναι μια δυνατότητα που έχει ο άνθρωπος εν τη ελευθερία του να αγνοήσει ή να απορρίψει την δεδομένη ύπαρξη της δημιουργίας και να απορρίψει και τον Δημιουργό, να πει ότι εγώ δεν σε αναγνωρίζω ως Δημιουργό, ότι την δημιουργία αυτή δεν την θεωρώ δική μου υπόθεση και ότι, επειδή αυτή τη δημιουργία δεν την έφτιαξα εγώ, μπορώ να την απορρίψω. Αυτό είναι το αρνητικό. Αλλά υπάρχει και το θετικό. Δεν μπορώ να θέλω να την απορρίψω αλλά μπορώ και να θέλω να φτιάξω τον δικό μου κόσμο, να δημιουργήσω εγώ, να δημιουργήσω ελεύθερα από το μηδέν, όπως δημιουργεί ο Θεός. Αυτήν την τάση την έχει ο άνθρωπος, και είναι η μόνη ειδοποιός διαφορά μεταξύ ανθρώπου και ζώου.

Εδώ θα πρέπει να γίνει μια μεγάλη παρένθεση, διότι δεν μπορεί να κάνει λόγο κανείς περί του δόγματος της δημιουργίας του κόσμου και του ανθρώπου χωρίς ν' αναφερθεί στην σύγχρονη Βιολογία και κυρίως στην θεωρία της εξελίξεως, την θεωρία του Δαρβίνου, η οποία είναι είτε το θέλουμε είτε όχι η κρατούσα στην Βιολογία. Όταν εμφανίστηκε η θεωρία της εξελίξεως, ο Δαρβίνος δημιούργησε πανικό στην κρατούσα Θεολογία. Η θεωρία του Δαρβίνου δημιούργησε αυτόν τον πανικό, διότι μέχρι τότε κι ακόμη και σήμερα για πολλούς ανθρώπους, το χαρακτηριστικό του ανθρώπου το οποίο τον διακρίνει από τα ζώα εθεωρείτο ότι ήταν το λογικό, η σκέψη, η συνείδηση, η αυτοσυνειδησία του κυρίως, και ο Δαρβίνος στο Περί καταγωγής του ανθρώπου έδειξε με πολύ πειστικότητα ότι όλα αυτά τα χαρακτηριστικά τα έχουν και τα ζώα, μόνο που τα έχουν σε κατώτερο βαθμό, και ότι η διαφορά συνεπώς του ανθρώπου και του ζώου ως προς τα αυτά χαρακτηριστικά είναι διαφορά, όπως το είπε, όχι είδους αλλά βαθμού. Έδειξε ότι και τα ζώα σκέπτονται, έχουν συνείδηση, ότι φτιάχνουν πολιτισμό, ότι έχουν τεχνολογία, ότι πολλά πράγματα, για τα οποία καυχάται ο άνθρωπος, δεν απουσιάζουν και τόσο πολύ από τα ζώα, ότι οργανώνουν την ζωή τους και όλα αυτά, και συνεπώς βρεθήκαμε σε μια στιγμή στο δίλημμα ή να δεχθούμε ότι και ο άνθρωπος είναι ένα ζώο κι αυτός, ή να αναθεωρήσουμε το όλο θέμα της διαφοράς του ανθρώπου από τα ζώα.

Η σημερινή ανθρωπολογία έχει πλέον εντοπίσει την διαφορά αλλού. Επαναλαμβάνω ότι υπάρχει σε πολλούς ακόμη η αντίληψη ότι η διαφορά έγκειται σε αυτά που είπαμε και αυτοί φυσικά θεωρούν τον άνθρωπο σαν ένα ανεπτυγμένο ζώο. Για να βρούμε μια ριζική διαφορά, που να είναι διαφορά είδους, όπως λέει ο Δαρβίνος, και όχι διαφορά βαθμού, δεν θα πρέπει ν' ανατρέξουμε στην λογική ή στην συνείδηση, ούτε καν στην αυτοσυνειδησία, στην επιστήμη και στην τεχνολογία, ούτε ίσως σε κάτι που σήμερα έχει μεγάλη πέραση ιδίως στην Βρετανία, στην γλώσσα, διότι και εκεί δεν είναι σαφή τα πράγματα, αν δεν υπάρχει γλώσσα στα ζώα, γλώσσα όχι με την έννοια απλώς να βγάζουν κραυγές και να συνεννοούνται αλλά να φτιάχνουν λογικές προτάσεις, να συνθέτουν νοήματα κ.λ.π. Όλα αυτά είναι χαρακτηριστικά του ανθρώπου, αλλά δεν πείθουν όλους ότι είναι έτσι. Ένα είναι λοιπόν το χαρακτηριστικό στο οποίο τείνει η ανθρωπολογία σήμερα να δεχθεί ως διαφορά, και το οποίο, νομίζω, πλέον καθιστά την θεωρία του Δαρβίνου για την θεολογία, όταν η θεολογία πάρει την σωστή θέση, εντελώς ακίνδυνη. Το σημείο αυτό είναι, όπως είπαμε, η ελευθερία. Το ζώο, οποιοδήποτε ζώο και το πιο ανεπτυγμένο, έχει τις ικανότητες να προσαρμόζεται στο περιβάλλον, στον δεδομένο κόσμο, στην δημιουργία, δεν νοείται ποτέ όμως να αρνηθεί το περιβάλλον του, να το εκμηδενίσει και να φτιάξει το δικό του κόσμο. Δεν μπορεί να φτιάξει δικό του κόσμο το ζώο, μόνον ο άνθρωπος έχει αυτήν την τάση. Βλέπετε ένα δένδρο. Το ίδιο δένδρο που βλέπετε εσείς ως άνθρωπος, το βλέπει και μια γάτα. Μπορείτε εσείς ως επιστήμων το δένδρο αυτό να το αναλύσετε, να είστε τέλειος βοτανολόγος, να κάνετε ολόκληρη επιστήμη και θα είστε κατ' αυτόν τον τρόπο μια βαθμίδα πιο πάνω από αυτό το ζώο αλλά δεν θα έχετε διαφορά είδους. Μέσα στην πορεία της εξελίξεως, μπορεί κάποτε να είχατε λιγότερη γνώση ως ον βιολογικό και να αποκτήσατε περισσότερη με την πάροδο του χρόνου, είναι νοητό αυτό και δεν δημιουργεί κανένα πρόβλημα. Συνεπώς στην γνώση αυτού του δένδρου δεν διαφέρετε κατ' είδος από το ζώο. Όταν όμως πείτε ότι αυτό το δένδρο θα το ζωγραφίσω εγώ, θα φτιάξω τον δικό μου δένδρο, θα φτιάξω έναν κόσμο με δένδρα, που δεν είναι αυτά αλλά είναι τα δικά μου δένδρα, από εκείνη την ώρα δείξατε ότι δεν ανήκετε στο ζώο. Το ζώο δεν μπορεί ποτέ να σκεφθεί ότι θα φτιάξει τον δικό του κόσμο, προσαρμόζεται στον υπάρχοντα, δεν φτιάχνει τον δικό του. Συνεπώς το ζώο δεν μπορεί να αναπτύξει τέχνη. Θα έλεγε κανείς ότι σε κάποια στοιχειώδη μορφή μπορεί να αναπτύξει επιστήμη. Και πολλές φορές όχι και τόσο στοιχειώδη, πολλές φορές ανακαλύπτουμε πράγματα τα οποία τα ζώα τα έχουν ήδη ανακαλύψει. Επιστήμη λοιπόν μπορεί να κάνει το ζώο ή ο άνθρωπος ως ανώτερο ζώο αλλά τέχνη δεν μπορεί να κάνει. Το ότι δεν μπορεί να ζωγραφίσει δεν είναι απλώς θέμα ότι δεν μπορεί να πάρει μπογιές και να φτιάξει. Μπορεί να διδαχθεί κάτι τέτοιο. Αλλά το ν' απορρίψει τον υπάρχοντα κόσμο και να φτιάξει έναν δικό του, που φέρει την προσωπική του σφραγίδα, αυτό είναι χαρακτηριστικό του ανθρώπου και το χαρακτηριστικό αυτό παρατηρείται, όπως έδειξε η σύγχρονη ψυχολογία, από τα πρώτα βήματα του ανθρώπου.

Η ψυχολογία σήμερα, κυρίως με τον Φρόυντ, έχει παρατηρήσει ότι το μικρό παιδί, το νήπιο με την πρώτη ύλη που θα πιάσει στα χέρια του θα την πιάσει να την διαμορφώσει βάζοντας την προσωπική του σφραγίδα. Αυτή είναι η τάση του ανθρώπου να φτιάξει τον δικό του κόσμο, σαν να μην θέλει να παραδεχθεί ότι αυτός ο κόσμος που του δόθηκε είναι κάτι στο οποίο πρέπει να προσαρμοστεί σώνει και καλά· θέλει τον δικό του κόσμο. Η τέχνη λοιπόν, σαν δημιουργία ενός καινούργιου κόσμου είναι η άσκηση της ελευθερίας του ανθρώπου, η οποία προσκρούει όμως στην κτιστότητά του. Γιατί; Διότι δεν μπορεί να δημιουργήσει από το μηδέν. Ό,τι και να κάνει, θα πάρει δεδομένες εικόνες, δεδομένη ύλη για να φτιάξει. Πως θα δημιουργήσει; Προσκρούει εκεί. Γι' αυτό και η γνήσια δημιουργική τέχνη, όπως είναι η τέχνη της σημερινής εποχής, η οποία αναπτύχθηκε κάτω από την επίδραση της συνειδήσεως μέσα σε ένα κλίμα που καλλιέργησε κυρίως ο υπαρξισμός και γενικά οι νεότερες φιλοσοφίες, η σημερινή λοιπόν τέχνη έχει αυτήν την τάση, η οποία ενοχλεί πολλούς, να θέλει να σπάσει τις δεδομένες μορφές. Ο Μιχαήλ Άγγελος έλεγε διαρκώς ότι το μεγαλύτερο εμπόδιο στην τέχνη του ήταν το μάρμαρο, το Πως θα μπορούσε να απαλλαγεί από το μάρμαρο για να φτιάξει. Και ο Πικασσό και όλοι οι νεότεροι καλλιτέχνες έσπασαν τις μορφές. Γιατί; Διότι αισθάνονταν ότι αυτό δεσμεύει την ελευθερία τους. Όταν αυτό το τραπέζι έχει μια δεδομένη μορφή, η τέχνη δεν είναι να το αναπαρατήσει, όπως είναι. Αυτό είναι παλιά αντίληψη περί τέχνης, είναι φωτογραφία αυτό. Παίρνεις αυτό το πράγμα και κάνεις ένα ακριβές αντίγραφο. Η τέχνη δεν είναι αντιγραφή του δεδομένου κόσμου. Ούτε είναι, όπως την εποχή του Ρομαντισμού που εθεωρείτο Πως τέχνη είναι να βγάλεις μέσα από την δεδομένη δημιουργία, από την φύση, το πνεύμα της, το νόημά της, την ομορφιά της κ.λ.π. Αυτά δεν έχουν ελευθερία, δεν έχουν δημιουργικότητα. Η τέχνη έχει αυτόν τον προβληματισμό της ελευθερίας με το να θέλει να σπάσει τις δεδομένες μορφές και να φτιάξει ελεύθερα αυτό που θέλει ο καλλιτέχνης. Αλλά αυτό που θέλει ο καλλιτέχνης, βλέπετε ότι είναι κάτι το οποίο είναι τόσο αυθαίρετα προσωπικό, ώστε δεν μπορεί να το αναγνωρίσει ο άλλος. Φτιάχνει κάτι και το λέει τραπέζι αυτός αλλά αυτό δεν έχει το σχήμα του τραπεζιού, για να το αναγνωρίσω και εγώ σαν τραπέζι. Εξ ου και η δυσκολία που παρουσιάζει η τέχνη αυτή και η απόρριψή της εκ μέρους μας· λέμε αυτό είναι ακαταλαβίστικο, είναι σουρεαλιστικό κ.ο.κ. Ή πάρτε ένα ποίημα· και στην ποίηση σήμερα σπάνε και τις λέξεις ακόμα, δηλαδή οι λέξεις οι παραδεδομένες, με την παραδεδομένη σημασία τους, είναι πλέον εμπόδιο στην έκφραση, στην δημιουργία.

Τα είπα όλα αυτά για να δείτε πόσο η Δογματική συνδέεται με τις υπαρξιακές αναζητήσεις του ανθρώπου, και συνεπώς το δόγμα της δημιουργίας του ανθρώπου ως ελευθέρου όντος δείχνει προς την κατεύθυνση αυτήν. Δείχνει στην κατεύθυνση ενός όντος, το οποίο τον δεδομένο κόσμο του Θεού, αυτόν που τον έφτιαξε κάποιος και του τον έδωσε, δεν θέλει να τον παραλάβει και να τον διατηρήσει, όπως τον πήρε, αλλά θέλει να βάλει την προσωπική του σφραγίδα, και αυτό αρχίζει από την άρνηση ως τη θέση. Μπορεί δηλαδή να τον καταστρέψει, για να αποδείξει την ελευθερία του, μπορεί και να τον αποδεχθεί και να τον καταξιώσει πάλι ελεύθερα. Και ενδιαμέσως υπάρχουν βαθμίδες διάφορες. Πάντως εκεί κινείται αυτό το ον που το λέμε άνθρωπο. Από την ώρα που θα ζητήσουμε από τον άνθρωπο να απαρνηθεί την ελευθερία του τον υποβιβάζουμε στην κατάσταση του ζώου. Και εδώ είναι το μεγάλο πρόβλημα. Εάν η ελευθερία του ανθρώπου ασκηθεί, εάν γίνει σεβαστή και διατηρηθεί, δημιουργείται ένας κίνδυνος για την δημιουργία. Η δημιουργία κινδυνεύει από τον άνθρωπο, και αυτό στις ημέρες αυτές, στην γενιά αυτή μόλις είναι ανάγκη να το αναφέρουμε. Ο άνθρωπος έφτασε πράγματι στο σημείο να απειλεί την δημιουργία. Αυτό το «κατακυριεύσατε της γης», αυτή η άσκηση της ελευθερίας του τον οδήγησε στο να χρησιμοποιεί αλόγιστα την κτίση, να την χρησιμοποιεί κατά βούληση. Διάβασα πρόσφατα ένα πολύ ενδιαφέρον βιβλίο μιας Αμερικανίδας ιστορικού για το πρόβλημα της οικολογίας, στο οποίο με μια ανάλυση καταπληκτική, δείχνει ότι οι ρίζες του οικολογικού προβλήματος βρίσκονται στον Χριστιανισμό, στον δυτικό Χριστιανισμό και ειδικά στην χρησιμοποίηση αυτής της Βιβλικής ρήσεως «κατακυριεύσατε της γης», να κάνει ο άνθρωπος ό,τι θέλει την κτίση. Η κτίση λοιπόν δεν κινδυνεύει οικολογικά από τα ζώα, γιατί; Γιατί τα ζώα προσαρμόζονται στην κτίση, στο δεδομένο περιβάλλον, δεν διανοούνται ποτέ να ασκήσουν την ελευθερία τους έναντι της κτίσεως. Ο άνθρωπος εν τη ελευθερία του μπορεί να καταστρέψει την φύση. Τότε γιατί του την έδωσε ο Θεός; Ξαναγυρίζουμε στο προηγούμενο μάθημα· η ελευθερία ήταν ο μόνος τρόπος για να μπορεί να ζήσει η κτίση. Η ελευθερία δυστυχώς, αναπόφευκτα εξ ορισμού δεν μπορούσε να είναι μόνο θετική. Από την ώρα που δόθηκε η ελευθερία για να ζήσει ο κόσμος, δόθηκε συγχρόνως η ελευθερία για να καταστραφεί ο κόσμος. Γιατί; Γιατί δεν έχουμε μόνο θετική ελευθερία· Στον Θεό έχουμε μόνο θετική ελευθερία. Υπάρχει δυνατότητα στον Θεό, είναι νοητό να θέλει ο Θεός την καταστροφή του κόσμου; Όχι. Γιατί; Όλο το πρόβλημα ξεκινάει από την κτιστότητα, που είπαμε, και την διαφορά μεταξύ κτιστού και ακτίστου.

Ο Θεός δημιουργώντας δεν αντιμετωπίζει μια δεδομένη κτίση, μια δεδομένη κατάσταση. Ό,τι φτιάχνει είναι αποτέλεσμα της θελήσεώς Του. Είναι μια κατάφαση του Θεού, ένα ναι. Το όχι σαν άσκηση της ελευθερίας, η επιλογή μεταξύ ναι και όχι δεν υπάρχει στον Θεό, διότι δεν υπάρχει τίποτε δεδομένο, στο οποίο να πει όχι. Το όχι αναπηδά από την στιγμή που υπάρχει η δυνατότητα ν απορρίψεις κάτι. Για να υπάρχει η δυνατότητα ν' απορρίψεις κάτι, να πεις όχι σε κάτι, αυτό το κάτι που απορρίπτεις, πρέπει προηγουμένως να σου έχει δοθεί από κάποιον.

Εδώ είναι τώρα το πρόβλημα του κτιστού ως ελευθέρου όντος, διότι το κτιστό, επειδή είναι κτιστό, έχει μπροστά του δεδομένες καταστάσεις· και την δική του ύπαρξη την έχει δεδομένη από κάποιον άλλον, αλλά και αυτόν τον κάποιο άλλον τον έχει ως δεδομένο. Συνεπώς δεν μπορεί να ασκήσει την ελευθερία του μόνο ως ναι, διότι έχει κάτι στο οποίο μπορεί να πει  όχι. Ο Θεός δεν μπορεί ν ασκήσει την ελευθερία Του ως όχι, διότι δεν έχει κανένα δεδομένο από κάποιον άλλον σ' Αυτόν, στον οποίο να πει όχι.

Συνεπώς, όταν δίνει την ελευθερία στο κτιστό ο Θεός, την δίνει αναπόφευκτα με την μορφή της επιλογής μεταξύ ναι και όχι. Η ελευθερία του κτιστού συνίσταται στην δυνατότητα του ναι και του όχι σε μια δεδομένη κατάσταση. Γι' αυτό και ο νόμος, που δίνεται από την πρώτη στιγμή της δημιουργίας του ανθρώπου μέσα στον Παράδεισο, το ξύλο της γνώσεως, «απ' αυτό θα φάτε, απ' αυτό δεν θα φάτε», όλα αυτά είναι τρόποι για να ασκηθεί η ελευθερία του ανθρώπου. Ο Θεός δεν δίνει τον νόμο για να αφαιρέσει την ελευθερία του ανθρώπου, τον δίνει για να έχει την ευκαιρία ν' ασκήσει αυτήν την ελευθερία του, διότι η ελευθερία του ανθρώπου ως κτιστού ασκείται μόνο με αυτήν την επιλογή μεταξύ ναι και όχι. Εδώ είναι το επόμενο θέμα του μαθήματός μας, που αφορά στο νόημα και τις συνέπειες της επιλογής του πρώτου ανθρώπου, η οποία ήταν επιλογή του όχι έναντι του δεδομένου σε αυτόν Θεού και του δεδομένου σε αυτόν κόσμου. Αυτό είναι το δόγμα, όπως θα το λέγαμε, της πτώσεως του ανθρώπου.  Σε τι συνίσταται αυτό και τι συνέπειες έχει, είναι το επόμενο θέμα μας.

 

στ. Συνέπειες της πτώσεως του ανθρώπου

Μέχρι τώρα είδαμε Πως κατέστη δυνατή η πτώση του ανθρώπου. Η πτώση του ανθρώπου κατέστη δυνατή λόγω της ελευθερίας του. Το κακό λοιπόν μπήκε στον κόσμο λόγω της ελευθερίας. Αν δεν υπήρχε ελευθερία δεν θα υπήρχε κακό, δεν θα υπήρχε αμαρτία. Τα ζώα δεν αμαρτάνουν. Μπορεί να κάνουν τις ίδιες πράξεις που χαρακτηρίζονται αμαρτωλές για έναν άνθρωπο αλλά δεν είναι αμαρτωλές για ένα ζώο. Διότι δεν είναι η πράξη που καθιστά αμαρτωλό κάτι, είναι η άσκηση της ελευθερίας. Το ζώο δεν έχει ελευθερία. Συνεπώς ο άνθρωπος ασκώντας την ελευθερία του αμαρτάνει ή δεν αμαρτάνει.

Είπαμε ότι ήταν απαραίτητη για το κτιστό η ελευθερία. Είπαμε ακόμη ότι την ελευθερία αυτήν ο άνθρωπος την έχει κατ' αποκλειστικότητα μέσα στο κτιστό με την μορφή της συνδέσεως και του υλικού κόσμου με τον άκτιστο Θεό και όχι μόνο του άϋλου κόσμου, και ότι λόγω του ότι είναι ελευθερία που δόθηκε στο κτιστό και όχι στο άκτιστο, ασκείται με την μορφή της παραδοχής ή της απορρίψεως ενός δεδομένου γεγονότος, μιας δεδομένης καταστάσεως. Διότι το κτιστό ακριβώς αυτό είναι, είναι αυτό που αντιμετωπίζει δεδομένες καταστάσεις. Η διαφορά μεταξύ του κτιστού και του ακτίστου είναι ότι το άκτιστο φυσικά δεν έχει τίποτε δεδομένο σε αυτό, ό, τι υπάρχει προέρχεται από την δική του θέληση, δεν του το έφτιαξε κάποιος άλλος, αλλιώς δεν θα ήταν άκτιστο. Το κτιστό δεν θα ήταν κτιστό, αν δεν είχε δεδομένη την ύπαρξή του και επομένως και την ύπαρξη αυτού ο οποίος του έδωσε την ύπαρξη. Αυτό λοιπόν του δημιουργεί την ανάγκη ν ασκήσει την ελευθερία με το ναι ή με το όχι, με την παραδοχή ή την απόρριψη των δεδομένων καταστάσεων.

Θυμηθείτε τώρα τι είπαμε προηγουμένως, ότι είναι ανάγκη το κτιστό για να επιζήσει, για να ξεφύγει από το μηδέν, να βρίσκεται σε σχέση ενότητος με το άκτιστο. Δεν μπορεί διαφορετικά να ζήσει. Θυμηθείτε επίσης ότι ο άνθρωπος, δημιουργήθηκε ακριβώς για να πραγματοποιήσει αυτήν την ένωση του κτιστού με το άκτιστο· και ας έρθουμε στο θέμα που θίξαμε προηγουμένως, ότι ο άνθρωπος αντιμετωπίζοντας αυτήν την κλήση από τον Θεό, αποφάσισε να ασκήσει την ελευθερία του αρνητικά και είπε, όχι εγώ δεν ενώνω το κτιστό με το άκτιστο. Εγώ ενώνω το κτιστό με τον εαυτό μου. Αυτό είναι το βαθύτερο νόημα της φράσεως της Γραφής ότι ο Αδάμ υπέκυψε στον πειρασμό να πει ότι θα γίνει αυτός θεός. Συνεπώς μετέφερε το κέντρο της αναφοράς που δημιουργεί την σχέση από τον άκτιστο Θεό, στον κτιστό εαυτό του. Θεοποίησε τον εαυτό του. Απέρριψε δηλαδή τον Θεό, είπε όχι στον δεδομένο Θεό, δεν είσαι για μένα δεδομένος, θα φτιάξω εγώ τον δικό μου θεό, που είμαι εγώ ο ίδιος. Όλα λοιπόν θα αναφέρονται σε μένα αντί να αναφέρονται σε Σένα, και με αυτόν τον τρόπο λέμε ότι έπεσε ο άνθρωπος. Έπεσε η κτίση όλη. Γιατί; Εδώ είναι τώρα η ανάλυση που πρέπει να κάνουμε για το γεγονός της πτώσεως.

Είπαμε ότι η κτίση θα σωζότανε μόνο αν ενωνότανε με τον Θεό, και ότι αυτό θα το έκανε μόνο ο άνθρωπος. Είπαμε και το γιατί. Τώρα που ο άνθρωπος αποφάσισε να στρέψει την κτίση όλη στον εαυτό του και να κάνει τον εαυτό του θεό, το έσχατο σημείο αναφοράς, δημιουργήθηκαν οι εξής συνέπειες: Η πρώτη ήταν ότι ο άνθρωπος πίστεψε ότι μπορεί αυτός την κτίση όλη να την εξουσιάζει ελεύθερα, σαν να ήτανε δική του δημιουργία, και συνεπώς δημιουργήθηκε αμέσως μια διαμάχη, μια αντίθεση μεταξύ του ανθρώπου και της φύσεως, μια έχθρα. Αυτή η έχθρα κατέστησε την φύση χώρο δυστυχίας του ανθρώπου, διότι δεν βρισκόταν πλέον σε αρμονία μαζί της. Αυτή η δυσαρμονία μεταξύ ανθρώπου και φύσεως ήταν η δυσαρμονία, η αντίθεση μεταξύ προσώπου και φύσεως, μεταξύ ελευθερίας και ανάγκης, και συνεπώς, δεν μπορούσε σε αυτόν τον κόσμο ο άνθρωπος να επιβιώσει παρά μόνο μαχόμενος, παλεύοντας εναντίον της φύσεως.

Η φύση από την άλλη μεριά, πήρε κι αυτή διαστάσεις προσωπικές, θα έλεγε κανείς, δηλαδή πήρε για τον ίδιο τον άνθρωπο διαστάσεις θεϊκές. Επειδή στην πάλη αυτήν με την φύση, έβλεπε τις αδυναμίες του έναντι αυτής, του δημιουργήθηκε αυτομάτως η συνείδηση της υπεροχής της φύσεως έναντί του. Όταν στην πάλη αυτή ηττάτο ο άνθρωπος, όταν νικούσε η φύση, αυτομάτως ο άνθρωπος αισθανόταν την υπεροχή της και έχοντας διώξει τον Θεό σαν το έσχατο σημείο αναφοράς, άρχισε να κάνει έσχατα σημεία αναφοράς πλέον, να απολυτοποιεί τις δυνάμεις της φύσεως. Έτσι η επόμενη συνέπεια της πτώσεως ήταν η ειδωλολατρία. Η διαμάχη λοιπόν του ανθρώπου με την φύση οδήγησε τελικά στην θεοποίηση της φύσεως. Όταν ένας κεραυνός π.χ. εμφανιζόταν απειλητικός και δεν μπορούσε να τον ελέγξει ο άνθρωπος με την δύναμή του, τον θεοποίησε. Και έτσι συνέβη αυτό που λέει η Γραφή ότι «αντήλλαξαν τον κτίστη με τα κτίσματα». Η κτίση πλέον θεοποιήθηκε. Καταλαβαίνετε λοιπόν Πως φθάσαμε στην θεοποίηση της κτίσεως, από πιο μονοπάτι προχωρούμε στις συνέπειες, οι οποίες είναι πραγματικά τραγικές για τον άνθρωπο, αλλά και για την ίδια την φύση. Επειδή ο άνθρωπος είναι κτιστός και η φύση περιμένει από τον άνθρωπο αυτή την αναφορά της στον άκτιστο Θεό για να επιζήσει, τώρα που ο άνθρωπος πήρε την θέση του Θεού και το μόνο σημείο αναφοράς της κτίσεως ήταν ο κτιστός άνθρωπος, δημιουργήθηκε για όλη την κτίση μια απάτη ως προς την ζωή και την ύπαρξη. Περιορίστηκε δηλαδή ο άνθρωπος και η κτίση όλη στην ζωή, η οποία υπαγορεύεται και κατευθύνεται από τους νόμους της φύσεως, την βιολογική ζωή, η οποία δίνει την εντύπωση της ζωής, της υπερβάσεως του θανάτου, αλλά στην πραγματικότητα οδηγεί στον θάνατο.

Έτσι η πτώση του ανθρώπου οδηγεί στην συνέπεια να χάσει ο άνθρωπος, να χάσει γενικά όλη η κτίση την έννοια της αλήθειας, την έννοια της αληθινής ζωής και να απατηθεί με την εντύπωση ότι αυτό που ονομάζει ζωή είναι ζωή, ενώ είναι θάνατος. Έτσι μπαίνει ο θάνατος σαν συνώνυμος της ζωής. Προσέξτε, αυτή είναι ίσως η τραγικότερη συνέπεια της πτώσεως, το ότι ο θάνατος μπαίνει σαν συνώνυμος της ζωής. Τι εννοώ με αυτό; Έχουμε την αφελή εντύπωση ότι ο θάνατος είναι ένα σημείο στο τέλος της ζωής του ανθρώπου. Λέμε ότι αυτός πέθανε σε ηλικία 90 ετών, σαν ο θάνατος να εμφανίστηκε στα 90 του χρόνια. Στην πραγματικότητα όμως αυτός ο άνθρωπος άρχισε να πεθαίνει από την ώρα που γεννήθηκε. Η Βιολογία θεωρεί τον θάνατο σαν μια διαδικασία που αρχίζει ταυτόχρονα με την γέννηση. Περισσότερο η σύγχρονη Βιολογία, οι τελευταίες θεωρίες περί γηράνσεως συνδέουν την γήρανση με την αναπαραγωγή. Στα ενόργανα όντα τουλάχιστον και ειδικότερα στα θηλαστικά αρχίζει ο κύκλος της γηράνσεως από την ώρα που θα φθάσει ο οργανισμός στο σημείο της δυνατότητας της αναπαραγωγής. Και είναι χαρακτηριστικό αυτό, διότι συνδέεται ακριβώς με το μυστήριο, το φαινόμενο της ζωής. Το φαινόμενο της ζωής έχει μέσα του το φαινόμενο του θανάτου. Η απάτη στην υπόθεση αυτή, η συσκότιση της αληθείας είναι ότι δίνεται η εντύπωση, και όταν λέω η εντύπωση εννοώ υπαρξιακά, βιωματικά, όλοι την ζούμε αυτήν την εντύπωση, ότι ζούμε. Καλύπτουμε την αλήθεια του θανάτου από τα μάτια μας. Μιλούμε τώρα με βιολογικές, οντολογικές κατηγορίες. Όταν πάμε στις ψυχολογικές κατηγορίες είναι ακόμη πιο σαφή τα πράγματα. Δεν θέλουμε καν να σκεφτούμε τον θάνατο, ή δεν μπορούμε ψυχολογικά. Αλλά δεν είναι το ψυχολογικό το σπουδαιότερο. Είναι το βιολογικό, το οντολογικό. Αυτά ήδη είναι διεργασίες μέσα στον οργανισμό που συμβαίνουν. Οι διεργασίες της φθοράς υπάρχουν, δεν τις βλέπουμε. Είναι έτσι φτιαγμένη η βιολογική ύπαρξη, ώστε να μην βλέπει την αλήθεια. Κι αν την δει, θα την δει μόνο ψυχολογικά, δεν μπορεί να τη δει οντολογικά. Δεν γίνεται, είναι έτσι τα πράγματα εκτός του ελέγχου μας.

Μπήκαμε λοιπόν σ' έναν κύκλο ψευδούς ζωής και γι' αυτό το Ευαγγέλιο μιλά περί αληθινής ζωής. Γιατί χρειάστηκε να γίνει αυτή η διάκριση; Λέμε αληθινή ζωή. Τι είναι αληθινή ζωή; Την έχουμε αποπνευματοποιήσει. Αυτές οι ελληνικές αντιλήψεις, δεν είναι Βιβλικές. Όταν μιλάει για αληθινή ζωή δεν εννοεί μια άλλη ζωή, όπως την λέμε πνευματική. Εννοεί μια ζωή που δεν πεθαίνει, μια ζωή που δεν υφίσταται αυτήν την απάτη της λεγομένης ζωής, η οποία οδηγεί στον θάνατο. Συνεπώς, η αληθινή ζωή είναι η ζωή, η οποία δεν αποδεικνύεται ψευδής, διότι δεν την νικά ο θάνατος. Η αληθινή ζωή πηγάζει από την Ανάσταση του Χριστού, από τον Χριστό, ακριβώς διότι εκεί ο φυσικός θάνατος, υπερβαίνεται. Δεν πρόκειται για παραθεώρηση του φυσικού θανάτου, για μια άλλη ζωή. Όχι. Η άλλη ζωή που λέμε στην κοινή γλώσσα είναι η προέκταση αυτής της ζωής, η αληθινή πλευρά αυτής της ζωής. Συνεπώς ο θάνατος, αυτή η απατηλή ζωή, που έχει μέσα της τον θάνατο, είναι απόρροια της πτώσεως και είναι κακός, απαράδεκτος. Δεν μπορεί ποτέ να θεωρηθεί από χριστιανική άποψη ο θάνατος ως καλός.

Η υπέρβαση του θανάτου, λοιπόν, είναι το κατ' εξοχήν ευαγγέλιο, που έχει να προσφέρει η Εκκλησία. Ο Χριστός με την Ανάστασή Του, που σημαίνει υπέρβαση του φυσικού θανάτου, μας δίνει την πεποίθηση, την ελπίδα, ότι αυτό το μείγμα της αληθινής ζωής και της ψεύτικης, το οποίο ζούμε, θα ξεκαθαρίσει μια μέρα, μπορεί να ξεκαθαρισθεί, να φύγει το στοιχείο του θανάτου και να μείνει το στοιχείο της ζωής. Αυτή είναι η αληθινή και η αιώνιος ζωή, διότι η αληθινή ζωή είναι και αιώνιος ζωή. Η δε λέξη αιώνιος στην ΚΔ, στην Γραφή, δεν σημαίνει τίποτε άλλο παρά προέκταση της σημερινής ζωής. Μόνο στον Πλατωνισμό το αιώνιο είναι αντιπαράθεση του τωρινού, ένα άλλο επίπεδο. Δεν έχουμε επίπεδα αυτού του είδους στην Βιβλική αντίληψη. Στην Βιβλική αντίληψη έχουμε ευθείες γραμμές. Ο χρόνος, συνεπώς η ιστορία, το σώμα και η πορεία αυτή της ύλης, του υλικού κόσμου, είναι ευλογημένο σημείο της δημιουργίας. Ενώ για τον Πλατωνισμό είναι κακό σημείο αυτό, αφού πρέπει να φύγουμε από τον χρόνο για να λυτρωθούμε, να πάμε σε άλλο επίπεδο, να πετάξουμε έξω από τον χρόνο. Και πολλοί Χριστιανοί, δυστυχώς, ερμηνεύουν τα πράγματα με αυτόν τον πλατωνικό τρόπο και μας λένε: Πέθανε αυτός; Μακάρισέ τον. Έφυγε από αυτόν τον ψεύτικο κόσμο. Έφυγε από τον χρόνο. Πήγε στην αιωνιότητα, όπου δεν υπάρχει χρόνος. Αυτά δεν είναι χριστιανικά. Η προσδοκία, λοιπόν, της Αναστάσεως είναι η προσδοκία ακριβώς της υπερβάσεως του θανάτου και της καθάρσεως της υπάρξεως, ώστε το ψευδές και το απατηλό να φύγει από την μέση.

Επανέρχομαι λοιπόν στον τρόπο, με τον οποίον μπήκε το απατηλό και το ψεύτικο, το οποίο έχει σχέση ακριβώς με το μηδέν, από το οποίο ξεκίνησε η δημιουργία. Φανταστείτε ότι έχουμε τον κόσμο, που προέρχεται από το μηδέν, δεν υπάρχει τίποτε πριν. Επομένως έχουμε μια οντότητα Α, η οποία δεν έχει να στηριχθεί πίσω της, δεν έχει προϋπαρξη. Αυτή η οντότητα στην δημιουργία αποτελεί πολλαπλότητα, διότι η δημιουργία δεν είναι ένα πράγμα, δεν έφτιαξε ο Θεός ένα ον, έφτιαξε πολλά. Η δημιουργία ξεκινά με πολλαπλότητα. Μεταξύ λοιπόν καθενός από αυτά τα στοιχεία παρεισδύει το μηδέν. Μεταξύ Α και Β, επειδή και το Β είναι κτιστό και κάθε συγκεκριμένο ον που δημιουργείται είναι κτιστό, υπάρχει απόσταση, διάσταση μεταξύ των όντων. Η διάσταση μεταξύ των όντων εκφράζεται στην κτίση με δύο στοιχεία. Με τον χώρο και τον χρόνο. Μεταξύ του Α και του Β ή του Β και του Γ υπάρχει οπωσδήποτε χώρος και χρόνος. Μεταξύ αυτών υπάρχει χώρος και χρόνος, που τους δίνει την υπόστασή τους, τα συνδέει μεταξύ τους αλλά και τα χωρίζει. Επενεργεί δηλαδή ο χώρος και ο χρόνος - κι εδώ είναι πάλι η απάτη που δημιουργείται - ταυτοχρόνως ως συνδετικός κρίκος και ως διαφορετικός παράγων. Πάρτε τον χώρο που έχουμε εμείς εδώ. Ο χώρος είναι το στοιχείο που μ ενώνει μαζί σας. Αν δεν υπάρχει ο χώρος, δεν μπορώ εγώ να ενωθώ μαζί σας, δεν μπορούμε να επικοινωνήσουμε. Ο ίδιος χώρος με την ίδια ενέργεια, την ενωτική, επενεργεί και διαιρετικά μαζί μας, διότι χάρη σε αυτόν τον χώρο εγώ μπορώ να χωρίσω τον εαυτό μου από σάς και να διαιρεθώ από σάς. Το ίδιο κάνει και ο χρόνος. Ο χρόνος μεταξύ του πατέρα μου και εμού είναι αυτός που με ενώνει με τον πατέρα μου, αλλά το ότι ο πατέρας μου ήταν κάποτε, ενώ εγώ είμαι τώρα, ο χρόνος που μεσολαβεί, με χώρισε από τον πατέρα μου. Αυτή η διείσδυση του χώρου και του χρόνου ως ενωτικού και συγχρόνως ως διαιρετικού στοιχείου, καθιστά όλα τα κτιστά όντα - και όλα αυτά ξεκινούν από το αρχικό μηδέν - τα καθιστά φθαρτά. Τι θα πει φθαρτά; Διαιρετά και υποκείμενα σε αποσύνθεση. Συνθέτει λοιπόν ο χώρος και ο χρόνος και αποσυνθέτει συγχρόνως τα όντα, και με αυτόν τον τρόπο επαληθεύεται αυτό που είπαμε προηγουμένως, η απάτη της ζωής. Δημιουργείται μια ζωή, η οποία διαποτίζεται από τον θάνατο, από την διαίρεση, διότι ο θάνατος τι είναι; Είναι ο χωρισμός, η φθορά, η αποσύνθεση της υπάρξεως. Εδώ έχουμε έναν σύνθετο κόσμο, ο οποίος με τον θάνατο διαλύεται. Το Α και το Β δεν επικοινωνούν μεταξύ τους, το Β δεν επικοινωνεί με το Γ. Αλλά και το Β είναι σύνθετο, διότι αποτελείται από στοιχεία μικρότερα, κι όπως μέσα σε ένα θάνατο ενός ανθρώπου π.χ. έχουμε δύο πλευρές χωρισμού, η μία είναι ο χωρισμός μεταξύ του Α και του Β, ο προσωπικός χωρισμός, η άλλη είναι ότι το σύνολο, αυτό που λέγεται άνθρωπος Α, διαλύεται στα εξ ων συνετέθη, και τα στοιχεία από τα οποία αποτελείται διαλύονται και επέρχεται μια διάλυση της ενότητας, την οποία ο ίδιος ο χώρος και ο χρόνος εξασφάλισαν. Δηλαδή όλα τα όντα αυτά υπόκεινται στην επίδραση του μηδενός, από το οποίο ξεκίνησαν. Αυτό το σύνολο λοιπόν, που λέγεται κόσμος, και που ξεκινάει από το μηδέν, πρέπει να συνδεθεί με το σύνολο, το οποίο δεν έχει αυτές τις διαδικασίες, διότι ο Θεός μη ξεκινώντας από το μηδέν και μη ζώντας σε χώρο και χρόνο, δεν υπόκειται σε αυτήν την μοίρα. Και η μόνη αληθινή ζωή είναι εκεί, που δεν υπάρχει ο θάνατος.

Σαν συμπέρασμα θέλω να βγάλω ότι, κόβοντας τον δεσμό ο άνθρωπος, αφέθηκε σε αυτήν την μοίρα. Εξαπατήθηκε λοιπόν και απατάται νομίζοντας ότι ζει, ενώ πεθαίνει, νομίζοντας ότι με τον χρόνο και τον χώρο φτιάχνει κάτι. Έτσι εμφανίζεται η απάτη της ιστορίας, ότι δηλαδή μέσα στον χρόνο, στην ανέλιξη της ιστορίας εξασφαλίζεται η αιωνιότητα. Δεν γίνεται αυτό χωρίς να κλείσει κανείς τα μάτια στο πρόβλημα του θανάτου, να μην τον ενδιαφέρει δηλαδή αν όλα τα όντα φθείρονται και χαλούν, να ενδιαφέρεται για την ανθρωπότητα, αν θα επιζήσει, αλλά όχι για συγκεκριμένους ανθρώπους, αν θα επιζήσουν. Η Χριστιανική Δογματική όμως θα πρέπει να πάρει στα σοβαρά το γεγονός της φθοράς, το γεγονός του θανάτου του κάθε ανθρώπου, του κάθε όντος, να πιστέψει ότι όντως ο κόσμος υπόκειται στην φθορά και από κει και πέρα τι λύση θα δώσουμε σε αυτό το πρόβλημα είναι άλλο θέμα.

 

ζ. Ο Χριστός ως 2ος Αδάμ και η αφθαρτοποίηση της κτίσης

Είδαμε λοιπόν ότι η κτίση σαν δημιούργημα που ήταν από το μηδέν, είχε μέσα της την φθορά και τον θάνατο. Εξηγήσαμε γιατί και Πώς. Το ότι προήρχετο από το μηδέν αναπόφευκτα είχε τον θάνατο, διότι ο θάνατος είναι η διάσπαση και η διαίρεση των όντων. Είδαμε επίσης ότι ο μόνος τρόπος για να αποφευχθεί, να ξεπεραστεί ο θάνατος, θα ήταν η διαρκής κοινωνία και σχέση του κτιστού με το άκτιστο. Για τον σκοπό αυτό δημιουργήθηκε ο άνθρωπος και δημιουργήθηκε στο τέλος, όταν πια είχε ολοκληρωθεί η δημιουργία, ακριβώς σαν κρίκος μεταξύ του υλικού κόσμου και του Θεού. Είδαμε το προνόμιο του ανθρώπου εν σχέσει με τα άλλα λογικά και ελεύθερα όντα, όπως είναι οι άγγελοι. Το προνόμιο είναι ακριβώς το ότι μετέχει και του υλικού κόσμου και αυτό τον καθιστά ικανό να ενώνει το κτιστό με το άκτιστο, να ενώνει και τον υλικό κόσμο. Συνεπώς δια του ανθρώπου και μόνον θα μπορούσε να ξεπερασθεί ο θάνατος, ο θάνατος για όλη την κτίση. Διότι, επαναλαμβάνω, αυτό το πολύ σημαντικό, το οποίο ξεχνούμε, ότι ο θάνατος δεν είναι κάτι που αφορά μόνον τον άνθρωπο. Ο άνθρωπος δεν πεθαίνει μόνος του. Πεθαίνει, διότι υπάρχει θάνατος σ' όλη την κτίση. Συνεπώς, για να ξεπερασθεί ο θάνατος για τον άνθρωπο, θα πρέπει να ξεπερασθεί συγχρόνως για όλη την κτίση. Μια κτίση που πεθαίνει ως προς όλα τα όντα της τα υλικά, εκτός από τον άνθρωπο είναι αδιανόητη. Αν δεν μεταμορφωθεί η κτίση ολόκληρη, ώστε να μην πεθαίνει τίποτε, δεν μπορεί να υπάρξει αθανασία του ανθρώπου.

Στο σημείο αυτό θα πρέπει να επισημάνουμε δύο λάθη, τα οποία ξεκίνησαν από την Δύση με τον Αυγουστίνο, και παρεισέφρησαν και σε μας τους Ορθοδόξους. Το ένα λάθος είναι να πιστέψουμε ότι ο θάνατος μπήκε σαν τιμωρία για την πτώση του ανθρώπου, κάτι που ο Θεός επέβαλε για να τιμωρήσει τον άνθρωπο, διότι έπεσε, χωρίς να υπάρχει προηγουμένως στην κτίση ο θάνατος. Αυτό είναι λάθος. Δεν εισήγαγε τον θάνατο ο Θεός σαν τιμωρία. Ο θάνατος ήταν φυσιολογική κατάσταση του κτιστού. Διότι εξηγήσαμε ήδη αυτό το πολύ δύσκολο θέμα, η εκ του μηδενός δημιουργία συνεπάγεται την διείσδυση του μηδενός μέσα στα όντα. Συνεπώς, προ της ελεύσεως και της πτώσεως του ανθρώπου, ο θάνατος ήταν πραγματικότητα για την κτίση. Δεν εισάγεται ο θάνατος με την πτώση του ανθρώπου. Αυτό που εισάγεται με την πτώση είναι η αδυναμία πλέον να γίνει υπέρβαση του θανάτου, καθίσταται δηλαδή ανίκανη η κτίση να αποφύγει τον θάνατο. Γι' αυτό ο θάνατος καθίσταται πλέον χαρακτηριστικό της κτίσεως μόνιμο. Ένα λάθος είναι αυτό. Και αυτήν την λανθασμένη θέση την εισήγαγε ο Αυγουστίνος με μια ερμηνεία της Π.Δ., η οποία βέβαια δίνει αυτό το δικαίωμα, αλλά στους Έλληνες Πατέρες ποτέ δεν ερμηνεύτηκε μ' αυτόν τον τρόπο η Π.Δ. στο σημείο αυτό.

Το άλλο λάθος είναι ότι πάλι ο Αυγουστίνος με την επίδραση του Πλατωνισμού, δέχθηκε την αθανασία, η οποία δίνεται ως σωτηρία της κτίσεως και του ανθρώπου, σαν υπόθεση αθανασίας της ψυχής του ανθρώπου. Δηλαδή στα έσχατα, όταν ο θάνατος καταργηθεί, αυτό θα σημάνει ότι οι ψυχές των ανθρώπων θα ζουν, και τα σώματα ίσως των ανθρώπων θα ζουν, αλλά στον υπόλοιπο κόσμο η φύση θα υφίσταται το θάνατο. Αυτό είναι λάθος πάλι. Θα πρέπει να δούμε τον θάνατο, όπως είπαμε, σαν φαινόμενο ενιαίο σε όλη την κτίση. Έτσι η Θεολογία θα μπορέσει να μιλήσει με την Βιολογία, διότι διαφορετικά η Θεολογία κάνει μυθολογία για την Βιολογία. Η Βιολογία βλέπει τον θάνατο σαν ενιαίο φαινόμενο. Όπως πεθαίνει μια γάτα, πεθαίνει και ένας άνθρωπος. Για τους ίδιους λόγους πεθαίνουν και τα δύο. Και όπως είπαμε η διαδικασία του θανάτου, είναι συμφυής με τη γέννηση. Λοιπόν, είναι γενικό βιολογικό φαινόμενο ο θάνατος και για να ξεπερασθεί, χρειάζεται να ξεπερασθεί για όλην την κτίση. Γενικά να μεταμορφωθεί η κτίση. Λοιπόν η πτώση του ανθρώπου κατέστησε αδύνατη αυτήν την μεταμόρφωση της κτίσεως, για τους λόγους που είπαμε και που αναφέρουμε πάλι με συντομία.

Ο άνθρωπος, σαν κρίκος μεταξύ Θεού και της κτίσεως, θα ανέφερε όλη την δημιουργία στον Θεό και σε μια κοινωνία της δημιουργίας με τον Θεό, θα ζούσε ο κόσμος αιώνια. Αυτήν την αποστολή ο άνθρωπος την αρνήθηκε. Αντί να αναφέρει την κτίση στον Δημιουργό για να ενώσει την κτίση με τον Θεό, κάνοντας τον εαυτό του χάριτι θεό, ανέφερε την κτίση στον εαυτό του. Αλλά επειδή ο ίδιος ήταν κτιστός, ανέφερε τελικά την κτίση σε ένα κτιστό ον. Ο θάνατος, συνεπώς, ήταν αναπόφευκτος για την κτίση. Δεν μπορούσε να ξεπερασθεί ο θάνατος, διότι είναι εγγενής στο κτιστό. Δημιουργήθηκε λοιπόν με την πτώση του ανθρώπου μια αδυναμία υπερβάσεως του θανάτου και μια ψευδής ζωή, δηλαδή δημιουργήθηκε αυτή η βιολογική ζωή, η οποία από το πρώτο της κύτταρο περιέχει τον θάνατο. Εάν έχουμε υπόψη μας όλη αυτήν την παθολογία της κτίσεως, που επιφέρει τον θάνατο, αυτήν την αρρώστια της κτίσεως, βλέπουμε πως και η θεραπεία αυτής της καταστάσεως θα πρέπει να είναι ανάλογη με την αρρώστια. Δεν μπορείς να δώσεις σε έναν άρρωστο φάρμακο χωρίς να κάνεις διάγνωση. Η διάγνωση λοιπόν είναι πολύ σημαντική, πρέπει να γίνει σωστά. Ελπίζω στα μαθήματά μας τα τελευταία, η διάγνωση να έχει γίνει επαρκώς, ώστε να πάμε τώρα στο πρόβλημα της θεραπείας.

Η θεραπεία είναι ακριβώς η σωτηρία του κόσμου. Εδώ, πρώτα μερικές γενικές παρατηρήσεις. Όταν έχεις έναν άρρωστο, με την διάγνωση αυτή που κάνουμε, που έχει το πρόβλημα αυτό, δεν θα ασχοληθείς με τίποτε άλλο παρά με την θεραπεία του προβλήματος αυτού. Το πρόβλημα στην περίπτωση αυτή είναι, όπως είδαμε, ο θάνατος. Το κατεξοχήν πρόβλημα. Συνεπώς, η σωτηρία δεν μπορεί να αναφέρεται τελικά σε τίποτε άλλο παρά στην υπέρβαση του θανάτου. Το λέω αυτό, διότι υπάρχει μεγάλη σύγχυση ως προς το τι είναι σωτηρία και από τι σωζόμαστε. Η σύγχυση δημιουργήθηκε από το ότι δεν είδαμε αυτήν την διάγνωση, αλλά ξεκινήσαμε από προϋποθέσεις ηθικές και δικανικές. Είδαμε δηλαδή την πτώση του ανθρώπου σαν παράπτωμα, σαν ανυπακοή - και όταν λέω είδαμε, πάλι ξεκινούν αυτά από τον Αυγουστίνο - και νομίσαμε ότι η αιτία του κακού, νομίσαμε ότι η ρίζα του κακού είναι το παράπτωμα, η ανυπακοή, ενώ αυτό δεν είναι η αιτία, δεν είναι η ρίζα του κακού . Το κακό αυτό, δηλαδή ο θάνατος, υπήρχε σαν δυνατότητα και πριν. Αυτό που έκανε η ανυπακοή είναι να μην καταστεί δυνατή η θεραπεία του κακού, η υπέρβαση του κακού, που υπήρχε ήδη. Λοιπόν με την υπακοή δεν λύνεται το πρόβλημα αυτομάτως. Οι Έλληνες Πατέρες ήταν πολύ ευαίσθητοι στο σημείο αυτό. Ο Μ. Αθανάσιος τονίζει σαφώς ότι, αν το πρόβλημα της παραπτώσεως του Αδάμ ήταν πρόβλημα αφέσεως αμαρτιών, θα μπορούσε ο Θεός να τον συγχωρήσει· θα μπορούσε ο Αδάμ να μετανοήσει, να κλάψει - και πράγματι έκλαψε, βγήκε από τον Παράδεισο και έκλαψε πικρώς - μετάνοιωσε ο Αδάμ γι' αυτό που έκανε. Θα μπορούσε και ο Θεός να τον συγχωρήσει και όλα θα ήταν καλά. Αλλά ολόκληρο βιβλίο γράφει ο Μ. Αθανάσιος για να δείξει ότι δεν είναι εκεί το πρόβλημα. Δεν έφθανε αυτό. Εκείνο που χρειαζόταν ήταν να έρθει ο Λόγος, όπως λέει, να σαρκωθεί, για να ενωθεί πάλι το κτιστό με το άκτιστο. Δεν ήταν δηλαδή το πρόβλημα η υπακοή και η ανυπακοή, δεν ήταν ηθικό το πρόβλημα αλλά οντολογικό. Έπρεπε να γίνει αυτή η ένωση του κτιστού με το άκτιστο, για να γίνει υπέρβαση του θανάτου.

Συνεπώς, η σωτηρία δεν είναι θέμα ηθικής. Δεν είναι θέμα να κάνεις ή να μην κάνεις κάτι. Η σωτηρία είναι θέμα σχέσεως, ενώσεως προσωπικής, και όπως είπαμε ο άνθρωπος έχει το προνόμιο αυτό της σωματικής, της υλικής ενώσεως. Πρέπει και το σώμα, η ύλη, να μετέχει σ' αυτήν την ένωση. Ο ψυχοσωματικός κόσμος ολόκληρος και φυσικά δι' αυτού όλη η κτίση, διότι συνδεόμεθα ψυχοσωματικά με όλη την κτίση.

(Κάνω μια παρένθεση και επανέρχομαι σ ένα θέμα που ήδη θίξαμε. Χωρίσαμε την επιστήμη σε Βοτανική και Ζωολογία και λέμε ότι η Βοτανική ασχολείται με τα λουλούδια, η Ζωολογία με τις μέλισσες. Αυτό ήταν λάθος, και σήμερα αρχίζει σιγά - σιγά να το αναγνωρίζει η επιστήμη, διότι η μέλισσα πηγαίνει στο λουλούδι, παίρνει την γύρη, γονιμοποιεί το λουλούδι, τρέφεται απ' αυτήν την γύρη, επομένως μεταξύ της μέλισσας και του λουλουδιού υπάρχει ένας οργανικός δεσμός, που αν δεν τον λάβεις υπ' όψιν σου δεν μπορείς να καταλάβεις τίποτα από όσα γίνονται. Δεν μπορείς να καταλάβεις την μέλισσα, αν δεν καταλάβεις το λουλούδι ούτε το λουλούδι, αν δεν καταλάβεις την μέλισσα. Δηλαδή Βοτανολογία και Ζωολογία αποτελούν μια ενότητα. Πρέπει να φύγουμε απ' αυτήν την κατακερματισμένη θεώρηση των όντων. Χάθηκε η ενότητα των όντων με την επιστημονική μέθοδο που ακολουθούμε).

Το είπα αυτό για να καταλάβετε ότι ο άνθρωπος κι όχι ένας άγγελος ήταν αυτός, που θα ένωνε όλη την κτίση. Γιατί; Γιατί έχει ψυχοσωματική ενότητα ο άνθρωπος με τον Θεό και θα μπορούσε συνεπώς, δι' αυτής της ενώσεως όλη η κτίση να σωθεί. Επαναλαμβάνω, λοιπόν, ότι δεν είναι δικανικό ούτε ηθικό το θέμα. Και η σωτηρία, συνεπώς, δεν είναι σωτηρία από τις αμαρτίες και τα παραπτώματα του Αδάμ, του κάθε Αδάμ, αλλά είναι σωτηρία από την αρρώστια αυτή, τον θάνατο, η οποία σωτηρία έρχεται με την ένωση του κτιστού με το άκτιστο. Μια ένωση που θα συμπεριλάβει όλη την υλική δημιουργία και όλες, τις υλικές, σωματικές ενέργειες.

Το συμπέρασμα από όλο αυτό είναι: πρώτον, για να σωθεί ο κόσμος έπρεπε οπωσδήποτε να μεσολαβήσει ο άνθρωπος. Κανένα άλλο ον δεν μπορούσε να σώσει τον κόσμο. Ούτε ο Θεός μόνος Του. Δεν υπήρχε τρόπος να πει ο Θεός από μακριά: σώζεσθε. Θα μπορούσε να είναι θέμα ηθικό, δικανικό, θέμα παραπτώματος, ο Θεός να συγχωρήσει από μακριά τον άνθρωπο. Ούτε άγγελος μπορούσε να σώσει τον κόσμο, διότι δεν έχει σωματική οντότητα. Δεν θα μπορούσε να συμπεριλάβει την υλική κτίση. Το ότι λοιπόν χρειάστηκε για την σωτηρία να γίνει ο Θεός άνθρωπος, και δεν μπορούσε να γίνει αλλιώς, είναι αποτέλεσμα μιας λογικής σαν αυτή που αναπτύξαμε. Και δεν είναι απλώς θέμα το ότι έπεσε ο άνθρωπος και δια του ανθρώπου πρέπει να σωθεί, και αν δεν έπεφτε ο άνθρωπος πάλι δι' αυτού θα γινόταν η υπέρβαση του θανάτου. Εδώ ο Άγιος Μάξιμος π.χ. είναι σαφής, όταν λέει ότι η ενσάρκωση θα γινότανε και αν δεν έπεφτε ο άνθρωπος. Ήταν αδιανόητο αυτός ο κόσμος να ξεπεράσει την εγγενή στην φύση του φθορά και τον θάνατο. Εγγενή φθορά, που δεν ήρθε με την πτώση του ανθρώπου. Ήταν αδύνατο να το ξεπεράσει αυτό, αν ο άνθρωπος δεν ένωνε εν τω προσώπω του την υλική κτίση με τον άκτιστο Θεό. Πρώτο, λοιπόν, βασικό συμπέρασμα ή παρατήρηση, είναι ότι ο άνθρωπος είναι το καίριο σημείο, πάνω στο οποίο συντελείται η σωτηρία.

Επομένως η πρώτη προϋπόθεση, το πρώτο στοιχείο για την σωτηρία είναι η μεσολάβηση του ανθρώπου. Το δεύτερο στοιχείο είναι το γεγονός ότι ο άνθρωπος με την πτώση του αλλά και πριν από την πτώση του, με το να είναι κτιστός δεν ήταν δυνατόν μόνος του να προχωρήσει στην υπέρβαση του θανάτου. Η υπέρβαση του θανάτου δεν μπορούσε να γίνει μόνη της από το κτιστό. Ιδίως όταν έπεσε ο άνθρωπος και έγινε δέσμιος πλέον αυτής της ψεύτικης ζωής - διότι η βιολογική ζωή, όπως είδαμε, είναι ψευδής, περιέχει μέσα της τον θάνατο - από την ώρα εκείνη λοιπόν που ενεπλάκη ο άνθρωπος σ' αυτό το κύκλωμα, ζωή - θάνατος, δεν ήταν δυνατόν να βγει από εκεί μόνος του, και συνεπώς θα έπρεπε να αναληφθεί μια πρωτοβουλία, μια επέμβαση από το άκτιστο, το οποίο δεν είναι μπλεγμένο σ αυτήν την διαδικασία της ψεύτικης ζωής.

Δύο λοιπόν στοιχεία, η πρωτοβουλία από το άκτιστο και το άλλο στοιχείο ότι θα έπρεπε να είναι μια ένωση μεταξύ κτιστού και ακτίστου και όχι απλώς μια υπακοή ή μια συγχώρηση. Και αυτά τα στοιχεία μας οδηγούν στο μυστήριο του Χριστού, της σαρκώσεως του Λόγου.

Το ότι η σωτηρία του κτιστού, του κόσμου, η σωτηρία από τον θάνατο, μπορεί να βρεθεί μόνο στον Χριστό, οφείλεται στο ότι μόνο εκεί συντρέχουν αυτές οι προϋποθέσεις που είπαμε. Ο Χριστός είναι άνθρωπος. Δεν έγινε άγγελος, δεν έγινε ο,τιδήποτε άλλο, αλλά άνθρωπος. Ο Χριστός είναι Θεός - και πρέπει να είναι Θεός στην υποστασή Του για να μην είναι εξ αρχής μπλεγμένος μέσα σ αυτόν τον φαύλο κύκλο της ζωής και του θανάτου, που είπαμε - και με αυτές τις προϋποθέσεις δεν υπήρχε άλλη λύση για το πρόβλημα του κτιστού, από την σάρκωση του Λόγου.

Η σάρκωση του Λόγου, η Χριστολογία, όπως την λέμε, πρέπει και αυτή να ικανοποιεί αυτές τις προϋποθέσεις. Η μια προϋπόθεση είναι να είναι σάρκωση ανθρώπου, ο οποίος να μην έχει προσωπική υπόσταση κτιστού, αλλά να έχει υπόσταση ακτίστου. Η δεύτερη προϋπόθεση, σαν συνέπεια της πρώτης, είναι να μην γεννηθεί αυτός ο Σωτήρ με τον τρόπο που γεννάται ο κτιστός άνθρωπος. Συνεπώς, το δόγμα της συλλήψεως του Χριστού κατά τρόπο μη βιολογικό, δηλαδή όπως γράφουν τα Ευαγγέλια: εκ Πνεύματος Αγίου και Μαρίας της Παρθένου, είναι ουσιαστικό στοιχείο στην πίστη αυτή, διότι αν ο Χριστός εγεννάτο μέσω του βιολογικού κύκλου, με τον οποίον γεννιόμαστε εμείς, τότε θα ήταν δέσμιος αυτής της ανακυκλήσεως, αυτής της ψευδούς ζωής, που έχει μέσα της τον θάνατο και δεν θα μπορούσε να προσφέρει την λύση. Η εκ παρθένου σύλληψη λοιπόν του Χριστού, είναι ουσιαστικό στοιχείο της Δογματικής, δεν μπορούμε να το παραμερίσουμε. Και όταν ληφθεί υπ' όψιν αυτό, μετά τίθεται το θέμα, γιατί η εκ παρθένου σύλληψη του Κυρίου έγινε με τον τρόπο που έγινε, δηλαδή εκ Πνεύματος Αγίου και Μαρίας της Παρθένου. Ο λόγος είναι ότι δεν ήταν απλώς απαραίτητο να αναλάβει το άκτιστο την πρωτοβουλία και ο Χριστός να ήταν άκτιστος στην υποστασή Του, αλλά ήταν επίσης απαραίτητο όλη αυτή η διαδικασία να γίνει ελεύθερα. Ελεύθερα από την πλευρά του Λόγου, που σαρκώθηκε, και ελεύθερα από την πλευρά του ανθρώπου. Διότι δεν ήταν νοητό, αφού άφησε ο Θεός ελεύθερο τον Αδάμ να πραγματώσει το σχέδιο της σωτηρίας, και εκείνος ελεύθερα αρνήθηκε να το πραγματώσει, δεν ήταν νοητό σ αυτήν την φάση που θέλει ο Θεός να διορθώσει την κατάσταση, να άρει την ελευθερία και να επέμβει κατά τρόπο ανελεύθερο. Να πει δηλαδή ο Θεός, θέλει δεν θέλει ο Αδάμ, θέλει δεν θέλει ο άνθρωπος, επεμβαίνω και σώζω τον κόσμο.

Το ότι τηρήθηκε ο κανών, ο όρος της ελευθερίας, αυτό το βλέπουμε στον τρόπο με τον οποίο έγινε η ενσάρκωση, και κυρίως στον ρόλο τον οποίο διαδραμάτισε η Παναγία. Εδώ θα πρέπει να επιμείνουμε, να τονίσουμε την σημασία του ρόλου της Παναγίας, η οποία σημασία συνίσταται στο Ναι που είπε στην κλήση του Θεού για την πραγμάτωση αυτού του μυστηρίου του Χριστού. Το Ναι της Παναγίας, ήταν η έκφραση της ελευθερίας του ανθρώπου, η συγκατάνευση, η συναίνεση της ελευθερίας του ανθρώπου στην πρωτοβουλία αυτή του Θεού. Και γι' αυτό έχει μεγάλη σημασία, διότι μπορούσε η Παναγία να πει όχι, και βέβαια η πρόσκληση εκ μέρους του Θεού να προσφέρει η Παναγία τον εαυτό της για ένα τέτοιο σχέδιο προσκρούει φυσιολογικά στην λογική σε τέτοιο βαθμό, ώστε θα περίμενε κανείς το φυσιολογικό, το λογικό να ήταν μια άρνηση της Παναγίας, διότι δεν ήτανε λογικό χωρίς υπέρβαση της λογικής, χωρίς πίστη, όπως την ορίσαμε προ ολίγου, να συγκατανεύσει η Παναγία σε αυτήν την κλήση του Θεού. Συνεπώς, ο Αδάμ εν τη ελευθερία του επιζεί και στην περίπτωση του Χριστού. Ο Χριστός γίνεται πλέον ο άνθρωπος, ο Αδάμ, ο οποίος από την ίδια του την σύσταση την βιολογική ας πούμε, δεν είναι ένα αναγκαστικό ον, το οποίο δουλεύει στην ανάγκη, αλλά είναι ένα ελεύθερο ον, ένα ον το οποίο πηγάζει από μια ελεύθερη συγκατάνευση, συναίνεση του ανθρώπου. Το ότι συνεπώς γεννάται κατ' αυτόν τον τρόπο ο Χριστός είναι και αυτό μια προϋπόθεση για να ισχύσει όλο αυτό που είπαμε μέχρι τώρα στην Δογματική, δηλαδή η προσωπική σχέση μεταξύ Θεού και κόσμου. Η ενσάρκωση του Χριστού συνεπώς, διαφέρει από τις διάφορες ενσαρκώσεις, που παρατηρούμε σε άλλες θρησκείες, και από τις διάφορες γεννήσεις και αναγεννήσεις των θεών δια μέσου των φυσικών φαινομένων, διότι όλες αυτές οι γεννήσεις, οι Θεογονίες και οι οποιεσδήποτε γεννήσεις στις θρησκείες είναι αναγκαστικές, δεν στηρίζονται σε μια ελεύθερη προσωπική συγκατάθεση εκ μέρους του ανθρώπου. Στηρίζονται πάνω σε φυσικούς νόμους.

Ο Χριστός γεννάται κατ' αυτόν τον τρόπον, χωρίς να παρεμβαίνουν οι φυσικοί νόμοι, όχι απλώς για να δείξει την δύναμή Του, ότι είναι Θεός, διότι πολλοί το ερμηνεύουν κατ' αυτόν τον τρόπο, αλλά γιατί μια μη θαυματουργική γέννησή Του θα σήμαινε την συμμόρφωση στην ανάγκη των βιολογικών νόμων της φύσεως. Δεν θα ήταν προϊόν ελευθερίας η γέννηση του Χριστού, το πρόσωπο του Χριστού. Και έτσι θα φεύγαμε από εκείνη την αρχική κατάσταση, στην οποία, όπως είπαμε, τ' άφησε όλα ο Θεός στην ελευθερία, σε σημείο που ο Αδάμ ανέτρεψε όλα τα σχέδιά Του. Ό,τι είχε σκεφτεί ο Θεός ανετράπη εξαιτίας της ελευθερίας του Αδάμ. Αυτή λοιπόν η ελευθερία της Παναγίας να συγκατανεύσει, είναι μια ελευθερία, η οποία συνεχίζεται σ' όλο το μυστήριο του Χριστού, σ' όλο το μυστήριο της σωτηρίας.

Περισσότερα για το θέμα αυτό, μπορείτε να βρείτε στο άρθρο μας: "Είναι δυνατόν να εξελίχθηκε ο άνθρωπος;"


* Η έννοια της υμνολογίας της Εκκλησίας, που μιλάει για επάνοδο "στο αρχαίον κάλλος", ΔΕΝ πρέπει να γενικεύεται σε όλη την κτίση. Πρέπει να καταλάβουμε ότι ψέλνουμε μόνο για την επαναφορά μας στην κατάσταση του αρχαίου Κήπου της Εδέμ, που ήταν μια "νησίδα" νόμων της αφθαρσίας, εν μέσω μιας κτίσης υποκείμενης στους νόμους της φθοράς.